Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Έτρεχε για ακόμη μια φορά κυνηγημένος από τον χρόνο που δεν έλεγε να σταματήσει να κυλάει.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Μια ωρολογιακή βόμβα είχε οπλιστεί μέσα στο κεφάλι του.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, είναι ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Ένα δευτερόλεπτο που ίσως θα έπρεπε να έχει αξιοποιήσει διαφορετικά.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Γνωρίστηκαν παλιά μα ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο χρόνια αργότερα, τυχαία ένα βράδυ. Ήταν υπέροχοι μαζί. Το είδαν και οι δύο κατευθείαν. Μία ζωή έψαχναν ο ένας τον άλλο και τώρα επιτέλους είχαν βρεθεί Μα αυτοί οι τόσο ίδιοι άνθρωποι, ήταν καταραμένοι να μην ευτυχίσουν. Ζούσανε σε διαφορετικούς κόσμους Έμεναν τόσο μακριά που οι περισσότεροι δε θα το σκέφτονταν καν. Και όμως εκείνη πήρε την απόφαση να ανέβει να τον δει. Για μία και μοναδική φορά. Μετά, έτσι απλά, θα έφευγε. Τρεις μέρες θα καθότανε. Άντε. Πήρε και άλλη μία μέρα παράταση. Τέσσερις.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τέσσερις μέρες Τι να προλάβει να πει και τι να προφτάσει να κάνει. Πόσο βαθεία να μπει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου; Πόσο διάπλατα να της ανοίξει την καρδιά του; Του άρεσε να προχωράει αργά μα τώρα αυτά ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τέσσερις μέρες. Πάρτε τες και φροντίστε να χωρέσετε μέσα μια ολόκληρη ζωή.

Μιλήστε, εκφραστείτε, επικοινωνήστε, διασκεδάστε, βγείτε για ποτό, καθίστε μέσα οι δυο σας, ερωτευτήκατε; Φιληθείτε, ζήστε το μεγαλείο της αγκαλιάς, κάντε έρωτα. Πώς είπατε; Η πρώτη φορά ήταν αγχωμένη και αμήχανη και δεν προλάβατε να δείξετε ο ένας στον άλλο τι αισθάνεστε; Κρίμα. Δεν έχετε χρόνο για δεύτερη...

Τώρα πρέπει να αγαπηθείτε, και μετά να βγάλετε από μέσα σας τα πιο όμορφα παραμύθια. Ανοίξτε τα χείλη, που τόσο γλυκά φίλησε πριν από λίγο, για να ψιθυρίσετε τα παραμύθια σας στα αυτιά της και μετά ανοίξτε διάπλατα τα μάτια σας για να απολαύσετε το χαμόγελο που θα σας χαρίσει. Μα πριν προλάβετε να ανοίξετε τα βλέφαρά σας για να την κοιτάξετε θα τα έχει ήδη φιλήσει πικρά, το ένα μετά το άλλο. Και αυτό σημαίνει χωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες πέρασαν.

Αυτό σημαίνει τέλος.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τέσσερις μέρες. Πέρασαν και δεν είχαν προλάβει να αρχίσουν καν. Οι ομορφότερες πρώτες μέρες που είχε ζήσει έμελλε να είναι ταυτόχρονα οι ομορφότερες τελευταίες. Αμέτρητες εμπειρίες, χαρά γέλια, ευτυχία. Τα πάντα ήταν υπέροχα. Για τέσσερις μέρες χάθηκε από τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες ο κόσμος του έγινε αυτή. Μα οι ώρες περνούν σαν σφαίρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Γρήγορα, αμείλικτα και κάθε μία αφήνει πίσω της μια ουλή που δεν φεύγει ποτέ. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκέφτονταν ότι ο κόσμος ονόμαζε αυτές τις ουλές αναμνήσεις. Όλοι είναι σημαδεμένοι με άπειρες από αυτές, μα μερικές είναι τόσο δυνατές που σου αλλάζουν τη ζωή. Και οι δικές τους είχανε πλέον αλλάξει. Μα τώρα πάνω από τα κεφάλια τους, υπήρχε μία επιβλητική ταμπέλα. ΟΣΕ. Και το τρένο θα εγκατέλειπε το σταθμό σε λίγο. Μαζί με τον κόσμο του. Κάπου βαθεία μέσα του ήθελε να ελπίζει ότι θα ξαναερχότανε να τον δει. Ότι θα μπορούσαν να είναι κανονικά μαζί σαν να μην υπήρχαν τα καταραμένα χιλιόμετρα. Ότι θα ξαναμηδενιζόταν το καταραμένο to χρονόμετρο

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τα ψηφία του ρολογιού στο σταθμό είναι κόκκινα. Αίμα.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος. Τούτο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

12.39

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Αντίο.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"You were bitten by a Werewolf called Geitwn."

Άρε χαμαντράκι, ανώριμο και ποταπό, σε θυμάμαι κάποτε να «επιτίθεσαι» στην Μανταλένα Παριανός για να τη ξεσκίσεις σαν λυσσασμένος, κυνηγώντας λίγη εφήμερη δόξα... τι σου είχε φταίξει ρε, μου λες; Ζηλεύατε όλοι ότι δεν μπορούσατε ποτέ σας να γίνετε. Που είσαι τώρα όμως; Στο τέλος σε δάγκωσε και σένα ο λυκάνθρωπος και πάπαλα. Στον Αγύριστο.-

Γείτων είπε...

Τίποτα απολύτως. Μόνος του έγραφε τα σχόλια και επιτειθόταν στον εαυτό του, όπως μόνος του έκανε κ άλλα πολλά.
Ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι. Άντε καλή συνέχεια :)

Ανώνυμος είπε...

Χαχαχα, ο παραπάνω είναι σίγουρα ο μανταλένος, καρφώθηκε γιατί μόνο αυτός χρησιμοποιεί τη λέξη χαμαντράκι, φαίνεται ότι μετά από όσα έπαθε ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει το τραβέλι.. άκου λέει ζηλεύαμε; Καλά να πάθει όπως έστρωσε κοιμάται, ας πρόσεχε!