Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Mετακομίζουμε!


Από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από το blogspot στο wordpress

Στο εξής θα με βρίσκετε


εδώ

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Έτρεχε για ακόμη μια φορά κυνηγημένος από τον χρόνο που δεν έλεγε να σταματήσει να κυλάει.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Μια ωρολογιακή βόμβα είχε οπλιστεί μέσα στο κεφάλι του.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, είναι ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Ένα δευτερόλεπτο που ίσως θα έπρεπε να έχει αξιοποιήσει διαφορετικά.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Γνωρίστηκαν παλιά μα ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο χρόνια αργότερα, τυχαία ένα βράδυ. Ήταν υπέροχοι μαζί. Το είδαν και οι δύο κατευθείαν. Μία ζωή έψαχναν ο ένας τον άλλο και τώρα επιτέλους είχαν βρεθεί Μα αυτοί οι τόσο ίδιοι άνθρωποι, ήταν καταραμένοι να μην ευτυχίσουν. Ζούσανε σε διαφορετικούς κόσμους Έμεναν τόσο μακριά που οι περισσότεροι δε θα το σκέφτονταν καν. Και όμως εκείνη πήρε την απόφαση να ανέβει να τον δει. Για μία και μοναδική φορά. Μετά, έτσι απλά, θα έφευγε. Τρεις μέρες θα καθότανε. Άντε. Πήρε και άλλη μία μέρα παράταση. Τέσσερις.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τέσσερις μέρες Τι να προλάβει να πει και τι να προφτάσει να κάνει. Πόσο βαθεία να μπει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου; Πόσο διάπλατα να της ανοίξει την καρδιά του; Του άρεσε να προχωράει αργά μα τώρα αυτά ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τέσσερις μέρες. Πάρτε τες και φροντίστε να χωρέσετε μέσα μια ολόκληρη ζωή.

Μιλήστε, εκφραστείτε, επικοινωνήστε, διασκεδάστε, βγείτε για ποτό, καθίστε μέσα οι δυο σας, ερωτευτήκατε; Φιληθείτε, ζήστε το μεγαλείο της αγκαλιάς, κάντε έρωτα. Πώς είπατε; Η πρώτη φορά ήταν αγχωμένη και αμήχανη και δεν προλάβατε να δείξετε ο ένας στον άλλο τι αισθάνεστε; Κρίμα. Δεν έχετε χρόνο για δεύτερη...

Τώρα πρέπει να αγαπηθείτε, και μετά να βγάλετε από μέσα σας τα πιο όμορφα παραμύθια. Ανοίξτε τα χείλη, που τόσο γλυκά φίλησε πριν από λίγο, για να ψιθυρίσετε τα παραμύθια σας στα αυτιά της και μετά ανοίξτε διάπλατα τα μάτια σας για να απολαύσετε το χαμόγελο που θα σας χαρίσει. Μα πριν προλάβετε να ανοίξετε τα βλέφαρά σας για να την κοιτάξετε θα τα έχει ήδη φιλήσει πικρά, το ένα μετά το άλλο. Και αυτό σημαίνει χωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες πέρασαν.

Αυτό σημαίνει τέλος.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τέσσερις μέρες. Πέρασαν και δεν είχαν προλάβει να αρχίσουν καν. Οι ομορφότερες πρώτες μέρες που είχε ζήσει έμελλε να είναι ταυτόχρονα οι ομορφότερες τελευταίες. Αμέτρητες εμπειρίες, χαρά γέλια, ευτυχία. Τα πάντα ήταν υπέροχα. Για τέσσερις μέρες χάθηκε από τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες ο κόσμος του έγινε αυτή. Μα οι ώρες περνούν σαν σφαίρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Γρήγορα, αμείλικτα και κάθε μία αφήνει πίσω της μια ουλή που δεν φεύγει ποτέ. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκέφτονταν ότι ο κόσμος ονόμαζε αυτές τις ουλές αναμνήσεις. Όλοι είναι σημαδεμένοι με άπειρες από αυτές, μα μερικές είναι τόσο δυνατές που σου αλλάζουν τη ζωή. Και οι δικές τους είχανε πλέον αλλάξει. Μα τώρα πάνω από τα κεφάλια τους, υπήρχε μία επιβλητική ταμπέλα. ΟΣΕ. Και το τρένο θα εγκατέλειπε το σταθμό σε λίγο. Μαζί με τον κόσμο του. Κάπου βαθεία μέσα του ήθελε να ελπίζει ότι θα ξαναερχότανε να τον δει. Ότι θα μπορούσαν να είναι κανονικά μαζί σαν να μην υπήρχαν τα καταραμένα χιλιόμετρα. Ότι θα ξαναμηδενιζόταν το καταραμένο to χρονόμετρο

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τα ψηφία του ρολογιού στο σταθμό είναι κόκκινα. Αίμα.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος. Τούτο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

12.39

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Αντίο.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Yet Another Happy Ending


Εύπο, και πίστεψα πως τέλειωνε εκεί.
Εύπο, και μετα εύπο, εύπο, λύπο, εύπο, λύπο, λύπο, κένο, λύπο, λύπο, λύπο, κενό, κενό, κενό.

Και μετά, τι;

Το 'χω ξαναπεί.
Το ήξερα φαίνεται παλιά μα προς στιγμήν το είχα ξεχάσει.
Εάν είναι ευτυχισμένο, είναι επειδή δεν έγινε ακόμη τέλος.
Happy Ending. Η ακρογωνιαία λίθος της μυθοπλασίας, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα με έναν "βολικά μουδιαστικό" τρόπο. Αλέκιαστα μυαλά, αιώνιες λιακάδες. Όμορφα πράγματα, μ;
Έλα όμως που χρειαζόμαστε τ' αυγά...

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Εξεταστική, διάβασμα ταμπέλες και διεπιστημονικότητα


Aς ξεκινήσουμε με κάποιες βασικές παραδοχές. Υπάρχουν χιλιάδες ανθρώπων που θα συμφωνούσαν στο ότι οι «ταμπέλες» είναι κάτι το οποίο αρμόζει σε προϊόντα και όχι σε ανθρώπους. Δεκάδες επιχειρήματα έχουν ακουστεί, σχετικά με το πόσο κακό είναι το να χαρακτηρίζουμε, να κατηγοροιοποιούμε και να βάζουμε τελικά ταμπελάκια σε ανθρώπινα πλάσματα. Όσον αφορά εμένα, οι άνθρωποι είμαστε προϊόντα.

Προϊόντα του πολιτισμού, της τρέχουσας κουλτούρας , της ανατροφής μας, των γονιδίων που συνδυάστικαν κατα τη διάρκεια της δημιουργίας μας, και εκατοντάδων άλλων πραγμάτων. Ναι σύμφωνοι, είμεθα κάπως πολυπλοκότεροι μεν, παραμένουμε παράγωγα διαφόρων παραγόντων δε. Έτσι πιστεύω ότι οι «ταμπέλες» μας αρμόζουν όσο και σε οτιδήποτε άλλο (όσοι από εσάς διαβάζοντας αυτές τις γραμμές σκεφτείτε «τι λέει ρε ο μαλάκας;», προφανώς συμφωνείτε αφού με έχετε κατηγοριοποιήσει ήδη!). Ξεκινάω λοιπόν την σημερινή μου φλυαρία κατηγοριοποιώντας τους φοιτητές.


Τον τελευταίο καιρό οι περισσότεροι φοιτητές, έχουμε μπει σε μία λίγο πολύ γνωστή διαδικασία. Των εξετάσεων. Είμαστε μέρα νύχτα σκυμμένοι πάνω από συγγράματα, αφού τουλάχιστον οι μισοί από μας θέλουν να περάσουν κάποια μαθήματα. Κάποιοι άλλοι μπορεί μεν να αδιαφορούν προσωπικά, αλλά πιέζονται από διάφορους παράγοντες (ποιος σας είπε να συνεχίσετε να μένετε με τη μαμά και τον μπαμπά μετά τα 18, ε; Καλά να πάθετε τώρα!). Οι υπόλοιποι όμως; Αυτοί που ούτε πολυβιάζονται να τελειώσουν, ούτε έχουν διαρκώς κάποιον πάνω από το κεφάλι τους, γιατί έχουν διαρκώς το διάβασμα στο μυαλό τους αυτές τις μέρες;

Πιστεύω πως η απάντηση είναι απλή. Έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας μέχρι στιγμής, δίνοντας εξετάσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έχουμε μάθει να μοιράζουμε τον χρόνο μας σε μήνες χαλάρωσης και μήνες διαβάσματος. Κάθε φορά λοιπόν που πλησιάζει μια τέτοια περίοδος μας πιάνει το γνωστό άγχος της γνώσης. Όταν όλος σου ο κύκλος διαβάζει, μαθαίνει, μορφώνεται τουλάχιστον τρεις μήνες το χρόνο, εσύ δεν μπορείς να τους περνάς σαν να μην τρέχει τίποτα. Σε πιάνει το στρες, έρχονται καπάκι και οι τύψεις, και τίποτε απ’ όσα κάνεις δεν μοιάζει σωστό, εαν δε σχετίζεται με το διάβασμα.


Ένα παρόμοιο άγχος με έπιασε κι εμένα αυτές τις μέρες και έπεσα με τα μούτρα στην αναζήτηση νέων γνώσεων. Δίνω το πρώτο μου μάθημα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, και το δεύτερο, επίσης σε λιγότερο από μία εβδομάδα.

Το πρόβλημα είναι ότι εγώ σπουδάζω ψυχολογία. Όσοι γνωρίζουν σχετικά με το αντικείμενο θα ξέρουν ότι πρόκειται για μία σχετικά καινούρια επιστήμη με μόλις 120 χρόνια επίσημης ζωής. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ο μικρός όγκος πληροφοριών που έχει συλλεχθεί γι αυτό το αντικείμενο. Έτσι ένας νορμάλ άνθρωπος ο οποίος θα παρακολουθήσει το πρώτο εξάμηνο της συγκεκριμένης σχολής, και θα εμβαθύνει και κάπως στις επιφανειακές γνώσεις που του προσφέρει το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, σύντομα θα διαπιστώσει πως στα επόμενα εξάμηνα το μόνο που γίνεται είναι ανακύκλωση και και αναμάσημα των πραγμάτων που ήδη έμαθε. Με λίγα λόγια, η συνολική διδακτέα ύλη που θα έπρεπε κάποιος να γνωρίζει για να αποφοιτήσει, διδάσκεται άνετα μέσα σε ένα εξάμηνο, ενώ έχει τραβηχτεί από τα μαλλία (από διάφορους ιθύνοντες), για να καλύψει τέσσερα πανεπιστημιακά έτη. Έτσι, όσο και να το θέλω –μιας και δεν είμαι άνθρωπος που αντέχει να ξαναδιαβάζει τα ίδια πράγματα γραμμένα από διαφορετικούς καραγκιόζηδες -δεν έχω την επιλογή να διαβάσω τα μοσχομυριστά συγγράματα που μας μοίρασαν πριν από λίγες μέρες. Μην έχοντας λοιπόν πολλές επιλογές, έστρεψα την δίψα μου για γνώση στο γνωστό σε όλους μας διαδίκτυο. Έτσι κι αλλιώς είμαι συνηθισμένος σε αυτό, μιας και το κάνω σε κάθε εξεταστική από το δεύτερο εξάμηνο και τώρα βρίσκομαι αισίως στο έκτο.

Επιλέγω, που λέτε, κάθε φορά ένα διαφορετικό τομέα επιμόρφωσης. Στην εξεταστική του Ιανουαρίου, διάβαζα κυρίως θέματα που αφορούσαν στο μοντάζ και την σκηνοθεσία, ενώ τον προηγούμενο Σεπτέμβρη ασχολούμουν με τα ντοκυμαντέρ. Σειρά τώρα έχει η συγγραφή και πιο συγγεκριμένα η σεναριογραφία. Με χαρά ανακάλυψα το μπλογκ του σεναριογράφου του «Μπαμπούλας ΑΕ», το οποίο έχει μέσα πάρα πολλές πληροφορίες πάνω στον τομέα, γραμμένες με προσοχή, λεπτομέρεια και απλότητα. Αφού πέρασα αρκετές ευχάριστες μέρες ξεκοκαλίζοντάς το, άρχισα να ακολουθώ τους διάφορους συνδέσμους, και κλικ στο κλικ βγήκα στην ιστοσελίδα του γνωστού σε όλους μας WGA (Writers Guild Association). Εκεί έμεινα πραγματικά έκπληκτος με την προσοχή που έχουνε δώσει στο site αλλά και τον όγκο πληροφοριών που περιέχει. Από το πώς μπορεί ένας σεναριογράφος να γίνει μέλος της ένωσης, μέχρι συμβουλές για την σύναψη συμβολαίου με τις εταιρίες παραγωγής και την κατοχύρωση των πνευματικών του δικαιωμάτων, συνεντεύξεις από τους «γκουρού» του είδους και άπειρα άλλα καλούδια.





Αυτό που πραγματικά με άφησε άναυδο ήταν ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ιστοσελίδας το οποίο λέγεται Ask the expert (Ρωτήστε τον ειδικό). Πρόκειται για μία λίστα διευθύνσεων (τόσο κανονικών όσο και ηλεκτρονικών) αλλά και τηλεφώνων στις οποίες ο συγγραφέας που θέλει να γράψει για κάποιο θέμα μπορεί να απευθυνθεί, και να ρωτήσει -χωρίς καμία χρέωση -τους ειδικούς για οτιδήποτε θέλει να μάθει. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι υπάρχουν τηλέφωνα στα οποία μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για θέματα απλά και καθημερινά (όπως ιατρικά, οδοντιατρικά, νοσηλευτικά), όσο και για τομείς που μοιάζουν πολύ πιο απρόσιτοι στον πραγματικό κόσμο (όπως η αμερικάνικη πολεμική αεροπορία, οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από την έρευνα του εγκεφάλου, η αεροναυπηγική, η Ανταρκτική). Το αποκορύφωμα όλου αυτού είναι ότι μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη και με υπέυθυνους από υπηρεσίες που έχουμε δει μόνο σε ταινίες (και στο Wikipedia), οι οποίοι είναι πρόθυμοι να μας δώσουν πληροφορίες που θα βοηθήσουν το συγγραφικό μας έργο, όπως το FBI (Federal Bureau of Investigation) και η NSA (National Security Agency).

Το μαγικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο το εύρος των πραγμάτων που μπορεί να ερευνήσει κανείς, όσο και ο τρόπος με τον οποίο προσφέρεται η γνώση. Όπως και να το κάνουμε άλλο πράγμα να διαβάζεις για κάτι σε ένα βιβλίο, στην Βικιπαιδεία, η στο διαδίκτυο, και άλλο να μιλάς απευθείας με κάποιον που κατέχει το αντικείμενο το οποίο σε ενδιαφέρει.


Η αλήθεια είναι ότι η εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης, μπορεί να ήρθε μόλις λίγα χρόνια πριν αλλά έχει κιόλας, σχεδόν περάσει. Μπαίνουμε σε καιρούς όπου αυτό που πραγματικά μετράει είναι μεν η εμβάνθυνση του ατόμου σε έναν τομέα, αλλά μόνο όταν συμπληρώνεται από γνώσεις πάνω σε πολλούς άλλους. Ήμουν ανέκαθεν οπαδός -όχι κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας αλλά της διεπιστημονικότητας. Σιχαίνομαι τους «κομπιουτεράδες» που δεν έχουν ιδέα από τέχνες σχεδόν όσο σιχαίνομαι τους «καλλιτέχνες» που δεν έχουν ιδέα από υπολογιστές. Η γνώση πάνω σε οποιονδήποτε τομέα, είναι στις μέρες μας πιο προσιτή από ποτέ. Ξεμπερδέψτε πρώτα με τις εξετάσεις σας, και μετά περάστε μια βολτίτσα από κάποια παραλία κάποιου νέου πεδίου που σας ιντριγκάρει αλλά δεν το κατέχετε μέχρι σήμερα. Η θάλασσα θα σας φανεί πολύ πιο όμορφη και δροσερή εκεί.

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ - H μάστιγα του αιώνα

Ώρα: Επτά το απόγευμα

Τοποθεσία: Βγαίνουμε από την κάμαρα του φοιτητή και μεταφέρουμε την έρευνά μας στην Καμάρα!

Ερώτημα: Είναι πολλοί, είναι καλοντυμένοι, στέκονται όρθιοι και μοναχικοί, ατενίζουν στο άπειρο. Τι περιμένουν;

Αλήθεια σας λέω, τους βλέπω κάθε φορά που περνάω, πότε έναν – έναν και πότε περισσότερους, να κάθονται απλά κάτω από την πιο κοσμική αψίδα της πόλης. Αυτή τη φορά σταμάτησα και προσπάθησα να μυρίσω κάτι στον αέρα. Όχι, δεν υπήρχε καμία οσμή που να μαρτυρά πως κάπου κοντά διανέμονταν δωρεάν φαγητό. Αφουγκράστικα προσεκτικά μα δε κατάφερα να εντοπίσω, κάποια συναυλία με ελεύθερη είσοδο εκεί κοντά. Επομένως σε καμία περίπτωση, δεν επρόκειτο για ένα τσούρμο τσαμπατζήδων.

Κάπως έτσι άρχισε να με γρονθοκοπεί ανελέητα ένα κοπάδι από αδιάκριτα ερωτηματικά: Μα καλά τι διάολο περιμένει τόσος κόσμος? Προφανώς κάποιο ραντεβού θα μου πείτε, αλλά εδώ θα συναντήσετε την κυριότερη ένστασή μου. Το ραντεβού θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως μία προγραμματισμένη συνάντηση ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο μέρος, μια ακόμη πιο συγκεκριμένη ώρα. Γιατί λοιπόν όλα δείχνουν πως το πενήντα τα εκατό όσων κανονίζουν μία τέτοια συνάντηση, καταφθάνουν μονίμως αργοπορημένα; Ποιοι είναι αυτοί που αργούν μία φορά στο τόσο και ποιοι είναι οι «επαγγελματίες» του στησίματος; Και σε τελική ανάλυση τις πταίει; Φταις αγαπημένη μου Κωσταντίνα εσύ που αργείς μονίμως, φταίνε όλα τα στραβά κι ανάποδα αυτού του κόσμου που σου συμβαίνουν διαρκώς, ή μήπως έχουνε και οι φίλοι σου, που κάθονται ωσάν άμοιρα ζώα και σε περιμένουν, ένα μερίδιο της ευθύνης;

Οι επαγγελματίες:

Τρέχοντας λαχανιασμένη μέσα στο δωμάτιο, η Κωσταντίνα σκοντάφτει πάνω σε δύο τετράδες μπλούζες (οι οποίες αποτυγχάνοντας στην ωντισιόν για τον ρόλο της απογευματινής της ενδυμασίας, έχουν πεταχτεί στο πάτωμα), και αποφεύγει τελευταία στιγμή την τούμπα βρίζοντας. Έχει αργήσει πάλι και το ξέρει. Βρίσκεται κάπου πολύ πολύ μακριά από το κέντρο, στο οποίο εχει ραντεβού στις εφτά. Φυσικά είναι ακόμη άβαφη, και το ρολόι στον τοίχο την κοιτάζει υπενθυμίζοντας πως είναι ήδη εφτά και τέταρτο. Με την μάσκαρα στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο, πληκτρολογεί ένα μήνυμα και προσπαθεί να σκεφτεί μία καλή δικαιολογία. Μα πως είναι δυνατόν να ξεκινάει κάθε φορά τις ετοιμασίες στην ώρα της, για να διαπιστώσει την τελευταία στιγμή ότι δεν έχει ρούχα;

Τα Θύματα:

Την ίδια ώρα ο Ηλίας κάνει ένα μικρό κύκλο γύρω από την Καμάρα για να ξεμουδιάσουνε λιγάκι τα πόδια του. Είναι πολυ αγχωτικός και έτσι του αρέσει να φτάνει τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν στο σημείο του ραντεβού, για να είναι πάντα βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα του.Τώρα δε μπορεί καν να υπολογίσει πόση ώρα στέκεται μόνος και όρθιος εκεί πέρα παρακολουθώντας κόσμο να συναντιέται και να ξεκινάει για κάποια καφετέρια μέσα σε ένα κλίμα χαράς και ευφορίας. Ο χαρακτηριστικά εκνευριστικός και εκνευριστικά χαρακτηρηστικός ήχος του κινητού του τον βγάζει από τις σκέψεις του. Διαβάζει το μήνυμα: Χίλα συγνώμη, έχει παρκάρει κάποιος πάνω στη στροφή και δε μπορει να στρίψει το λεωφορείο. Θα αργήσω λιγάκι. Κωσταντίνα». Ο Ηλίας χαμογελάει σκεφτόμενος ότι σε αυτό το κορίτσι συμβαίνουν πάντα τα πιο τρελλά πράγματα και, χαρούμενος πλέον αφου όλα δείχνουν ότι το στήσιμο ήταν απλώς θέμα κακοτυχίας, συνεχίζει να περιμενει...

...και αυτοί που αργούν μία φορά στο τόσο.

Εμ βρε Λιάκο, τα θέλει και σενα ο... οργανισμός σου συλλογίζομαι, και προσπαθώ μετά από τόσες σκέψεις να θυμηθώ τι δουλειά έχω εγώ στην Καμάρα, ενώ μία μουσική προερχόμενη από το υπερπέραν τραβάει την προσοχή μου. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα πρωτού συνειδητοποιήσω ότι πρόκειται για το νεοαποκτηθέν μου ringtone. Βγάζω με περιφάνια το καινούριο μου κινητό και κοιτάω παραξενεμένος την οθόνη. Τι να θέλει πάλι τέτοια ώρα η Ζωή;

«Έλα Ζωίτσα» λέω χαμογελαστός

«Δε μου λες ρε Γιώργο, μήπως έχεις ώρα;»

«Ναι είναι σχεδόν εφτά και μισή, αλλά νομίζω ότι έχεις μπερδέψει τον αριθμό μου με το 141 του ΟΤΕ...»

Και κάπου εδώ η Ζωούλα αρχίζει να ωρύεται...

«ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΡΕ ΚΑΘΑΡΜΑ; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΧΕΙΣ ΣΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΠΟ ΤΙΣ 7 ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ;»

ΣΣ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από το περιοδικό 18-24 στο τεύχος Νοεμβρίου

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

Όταν Χαράζει


Έρχεται κάποια στιγμή που χρειάζεσαι διάλλειμα από το γράψιμο. τι κάνεις; Γυρνάς ένα βιντεάκι για έναν τύπο που γράφει :P

ΣΣ.Το Όταν Χαράζει δημιουργήθηκε το περασμένο καλοκαίρι με την συνεργασία της Έλενας και του Σταύρου.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Καληνύχτα

Εδώ και κάποια ώρα είχε αποκοιμηθεί δίπλα του. Εκείνος, ξαπλωμένος στο πλάι με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο, δε χόρταινε να την κοιτάζει.

Ήταν αρκετά μικροκαμωμένη, λεπτή με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1.60. Ειδικά τώρα, την ώρα του ύπνου, που ανάσαινε γαλήνια, έμοιαζε απροστάτευτή, μικροσκοπική. Και όμως ήταν το πιο δυναμικό άτομο που είχε γνωρίσει εδώ και καιρό. Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο πλάσμα να κρύβεται τέτοια δύναμη; Τόση ομορφιά; Τέτοια μαγεία; Δεν μπορούσε να καταλάβει και αυτό τον σαγήνευε. Πιο δυναμική από τους περισσότερους άνδρες, πιο ευαίσθητη από τους περισσότερους ανθρώπους. Ασύστολα ρομαντική και ταυτόχρονα επικίνδυνα ρεαλίστρια. Ωριμότητα πενηντάρας και αθωότητα πεντάχρονου κοριτσιού. Έτσι ήταν. Γεμάτη αντιφάσεις, μια γυναίκα με δεκάδες πρόσωπα, το καθένα με μία δική του ξεχωριστή ομορφιά. Κι αυτός, δίπλα της, κάθε μέρα αντιμέτωπος με ένα νέο μυστήριο, μέσα στο οποίο δε χόρταινε να μπαίνει, να χάνεται, να αφομοιώνεται, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά την αγάπη, που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος για έναν άλλο.

Έσκυψε πάνω από το πρόσωπό της και άρχισε να το γεμίζει με μικρά, απαλά φιλιά. Ένα στο μέτωπο, για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι της προκαλώντας τον να τα ανακαλύψει. Ένα στην κορυφή της μύτης για τον τρόπο με τον οποίο την σούφρωνε ανταποκρινόμενη στα πειράγματά του. Στα ζυγωματικά. Για το χρώμα που έπαιρναν όταν γέλαγε με την ψυχή της. Με ακόμη περισσότερη προσοχή και γλύκα από πριν φίλησε την μοναδική ρυτίδα που αχνοφαίνονταν, λίγο αριστερά από την άκρη των χειλιών της. Γιατί μαρτυρούσε τα δεκάδες στραβά, πονηρά χαμογελάκια που είχαν φωτίσει το πρόσωπό της. Το σαγόνι της το φίλησε για τον τρόπο με τον οποίο το κρέμαγε ,δήθεν ξαφνιασμένα, κάθε φορά που την πείραζε κάποιο από τα σχόλια του. Και κατέληξε σε ένα μικρό φιλί στα κλειστά της χείλη, γιατί σήμερα είχε αποκοιμηθεί πρώτη. Και του έλειψαν οι μελωδίες που έβγαιναν από αυτά τις βραδιές που τον νανούριζε στην αγκαλιά της.

Θυμήθηκε ένα παιχνίδι που έπαιζαν. Όταν ο ένας κοιμόταν, ο άλλος έσκυβε και του ψιθύριζε τα μυστικά του, στο αυτί. Για να τα μαθαίνει χωρίς να το ξέρει, έλεγαν. Δεν άκουσα τι της είπε, μα αυτή χαμογέλασε λιγάκι, του γύρισε την πλάτη και κόλλησε επάνω του. Κι εκείνος, ξέροντας πως μόλις είχε μπει στο όνειρό της, την αγκάλιασε κολλώντας ολόκληρο το κορμί του πάνω στο δικό της. Να την αισθάνεται όσο πιο κοντά του γίνεται. Πήρε στο χέρι του το χέρι που έγραφε τα ομορφότερα ποιήματα που είχε διαβάσει. Ποιήματα για εκείνον μόνο. Ακούμπησε το πρόσωπο του στο σβέρκο της και αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είχε στην αγκαλιά του εκατοντάδες λόγους να θέλει να ξυπνήσει την επόμενη μέρα.

Σταυροδρόμια


Ένα υψίσυχνο ουρλιαχτό χαρακώνει τη νύχτα. Φλόγες ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Πύρινο. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Μα κάπου εκεί σταματάει. Καρφώνει το βλέμμα του στο έδαφος. Στάχτες.


Το μυαλό του φτερουγίζει πίσω. Είχε μείνει νεκρός για πάρα πολύ καιρό. Θυμάται αμυδρά πια τις τελευταίες του στιγμές. Την αγωνία, τον πόνο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να σωθεί, τα κύκνεια άσματά του. Δεν τα είχε καταφέρει τελικά. Μετά από μία ονειρεμένη ζωή, είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μετά το μόνο που θυμότανε ήταν ένα συνεχές μούδιασμα. Μία παντελής έλλειψη συναισθημάτων. Παραίτηση.

Πονάω άρα υπάρχω. Δεν μπορεί... Αφού πονάω πρέπει να υπάρχω.

Μα μετά δεν μπορούσε πια με τίποτα να πονέσει. Και ούτε μέσα σε όνειρο βρισκότανε. Και αυτό σήμαινε πως ήταν νεκρός.

Η θέλησή του για ζωή παραήτανε μεγάλη. Πάλεψε με τον θάνατο και τελικά τον νίκησε. Μέσα από τις στάχτες του είχε ξαναγεννηθεί. Πύρινος. Ομορφότερος, δυνατότερος, σοφότερος και πιο αποφασισμένος από ποτέ. Κοιτάζει τις στάχτες με κατανόηση. Τώρα ξέρει γιατί έπρεπε να πεθάνει πριν αρχίσει να ζει. Κλείνει τα μάτια του και τις αποθηκεύει μέσα στο μυαλό του για πάντα. Πρέπει να θυμάται αυτή τη φορά.

Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Φωτιά. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Δε σταματάει τούτη την φορά. Υψώνεται πάνω από την σάπια πόλη και καβαλάει τον άνεμο. Τα βλέπει τα πάντα από ψηλά καθώς σκίζει, με ταχύτητα, τον ουρανό στα δύο.

Δε βλέπει απλώς το γκρίζο τσιμέντο των κτιρίων μα μέσα από αυτό. Οι περισσότεροι κοιμούνται. Κάποια ζευγάρια κάνουν έρωτα, κάποιοι πηδιούνται σαν τα σκυλιά. Ένας μεθυσμένος αλκοολικός σπάει στο ξύλο το παιδάκι του. Μια γυναίκα μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι πλαντάζει στο κλάμα. Ό καθένας κουβαλάει τον σταυρό του στην πλάτη, ανεβαίνοντας τον προσωπικό του Γολγοθά. Όλοι έχουν τους λόγους τους, τις ουλές, τα καθημερινά τους μαρτύρια. Δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα προβλήματα, όλοι περνάνε δύσκολα. Συνεχίζουν όμως.

Οι κόρες του μικραίνουν καθώς εστιάζουν σε ένα σταυροδρόμι. Με τα φτερά τεντωμένα βουτάει προς το έδαφος και τα γαμψά του νύχια πιάνονται σε ένα στύλο της ΔΕΗ. Σταυροδρόμια. Τα σημεία των επιλογών. Είχε κάνει κάμποσες και είχε πληρώσει γι’ αυτές. Έμαθε να ζει με τα λάθη του και να μαθαίνει από αυτά. Τώρα ήτανε καιρός να αρχίσει να μαθαίνει από τα λάθη των άλλων. Με μια κραυγή στον ουρανό χρήζει το σταυροδρόμι σπίτι του, πατρίδα του, βασίλειό του κι έπειτα βολεύεται και περιμένει να δει και να νιώσει. Να καταλάβει τους λόγους που μας κάνουνε να χαμογελάμε παίρνοντας κάθε λανθασμένη μας στροφή.

O Μικρός Τομ και η Τίγρης


Mία φορά και έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο δάσος όχι και τόσο μακριά από εδώ, έμενε ένα μικρό αγριογατάκι. Το όνομά του ήτανε Tομ. Δεν ήταν και κανένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο όνομα βέβαια, μα ο μικρός Τομ ήτανε χαρούμενος με αυτό. Ήταν ένα όνομα μικρό και γλυκό, και όλοι πίστευαν ότι του ταίριαζε πολύ. Το αγριογατάκι της ιστορίας μας μάλιστα ήτανε πολύ γνωστό στο δάσος, όχι μόνο για την εξυπνάδα του αλλά και για την καλοσύνη του που δεν έπαυε να εκπλήσσει όλα τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βγάλει από την δύσκολη θέση οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα χρειαζότανε συμβουλές ή κάποια άλλη βοήθεια. Έτσι όταν στο δάσος ακούγονταν το όνομα Τομ, στο μυαλό όλων ερχότανε το καλοσυνάτο γκρι αγριογατάκι με τις μαύρες ρίγες και τα λαμπερά πράσινα μάτια.

Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ο μικρός Τομ είχε βγει για μία βολτίτσα στο δάσος. Του άρεσε πολύ η άνοιξη σκέφτονταν καθώς κοίταγε τεμπέλικα τις μέλισσες να χορεύουν γύρω από τα πολύχρωμα, ανθισμένα λουλούδια. Οι μυρωδιές του δάσους γίνονταν πιο έντονες και πιο ζεστές και οι ήχοι που άκουγαν τα εξασκημένα αυτιά του, πλήθαιναν τον Μάρτιο. Τιτιβίσματα πουλιών που μόλις είχαν έρθει στο δάσος και ζουζουνίσματα από μέλισσες προστείθονταν στο κελάρυσμα του νερού από το αγαπημένο του καταγάλανο ποτάμι, για να ενορχηστρώσουν μία μελωδία τόσο υπέροχη, που μόνο στην φύση θα μπορούσες να ακούσεις.

Ο μικρός μας Τομ προχωρούσε τεμπέλικα δίπλα στο ρυάκι. Τεντώνονταν, χασμουριόταν και γουργούριζε ευτυχισμένος ανάμεσα στα λουλούδια καθώς πήγαινε προς το αγαπημένο του ξέφωτο για να ξαπλώσει στην λιακάδα. Ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα γκρίζα γατίσια του αυτάκια έφτασε ο ήχος βημάτων, γρήγορων και φοβισμένων. Τα τέντωσε όσο μπορούσε, χαμήλωσε λιγάκι το σώμα του και έψαξε να βρει από που έρχονταν ο θόρυβος. Είδε λίγα μέτρα πιο μακριά ένα γέρικο ελάφι να τρέχει φοβισμένο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πίσω του έτρεχε μία τίγρη η οποία ολοένα και το πλησίαζε. Ο μικρός Τομ δεν έχασε καθόλου χρόνο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά όρμησε προς το μέρος της τίγρης. Ήταν πολύ μεγάλη για να την πολεμήσει και το ήξερε. Ίσως όμως θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή για ελάχιστη ώρα, ίσα ίσα όση θα χρειάζονταν για να χάσει τα ίχνη του άμοιρου ελαφιού.

Ο Τομ πλησίασε την τίγρη που έτρεχε, άρπαξε την ουρά της με τα νύχια του και της έριξε μία δαγκωνιά με όλη του τη δύναμη. Το τεράστιο ζώο σταμάτησε απότομα να τρέχει και τίναξε την ουρά του με δύναμη. Το μικρό αγριογατάκι πετάχτηκε πολύ ψηλά στον αέρα και έπεσε κουτρουβαλώντας στο έδαφος. Στάθηκε όρθιο κατευθείαν και είδε την τίγρη αγριεμένη να τρέχει προς το μέρος του. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, τα χείλη της τραβηγμένα και φαίνονταν τα πελώρια κοφτερά δόντια της. Ο Τομ θα ήθελε πολύ να έχει και αυτός τέτοια δόντια όμως τα δικά του ήτανε μικροσκοπικά και έτσι έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει με την τίγρη ξοπίσω του. Έπρεπε να σκεφτεί οπωσδήποτε κάτι και μάλιστα γρήγορα γιατί αν τον έπιανε στα δόντια της ήταν χαμένος.

Τρέχοντας φοβισμένος ο Τομ θυμήθηκε τους κυνηγούς... Τους είχε δει λίγες μέρες πιο πριν, ενώ κούρνιαζε τεμπέλικα σε ένα δέντρο, να στήνουν μεγάλες σιδερένιες παγίδες.

«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μην τα βάζεις με τα αδύναμα ελαφάκια» σκέφτηκε, μισόκλεισε τα μάτια του, χαμήλωσε το κεφάλι και άλλαξε πορεία τρέχοντας προς το σημείο των κυνηγών, με την αγριεμένη τίγρη πάντα στο κατόπι του. Μετά από μερικά ψηλά δέντρα, έφτασαν στο σημείο όπου οι φυλλωσιές πύκνωναν. Αυτό ήτανε το σημείο στο οποίο θα κρίνονταν όλα. Θυμότανε πολύ καλά ποια φύλλα είχανε κρυμμένες παγίδες και φρόντισε να πάει προς το μέρος τους. Μόλις έφτασε στην πρώτη έκανε ένα μεγάλο σάλτο περνώντας ακριβώς από πάνω της. Η τίγρης μέσα στο θυμό της δεν πρόσεξε το άλμα και έπεσε ακριβώς μέσα στην παγίδα. Τα μεγάλα σίδερα έκλεισαν και παγίδεψαν την ουρά της. Άφησε ένα από τα πιο τρομακτικά και πονεμένα ουρλιαχτά που είχε ακούσει ποτέ το δάσος και άρχισε μάταια να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Οι κυνηγοί είχαν κάνει κάλα την δουλεία τους.

Με την μικροσκοπική του καρδούλα να χτυπάει ακόμα σαν τρελή, ο Τομ έμεινε για λίγο κοιτάζοντας την πληγωμένη τίγρη και μετά πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να πάει πίσω στο ξέφωτο να βρει το ελάφι

Όταν έφτασε είδε ότι το γέρικο ελαφάκι είχε αρχίσει να ηρεμεί και έσβηνε την δίψα του πίνοντας από τα γαλανά νερά του ποταμού. Ο Τομ το κοίταξε ευτυχισμένος και ξάπλωσε επιτέλους στην λιακάδα χαρούμενος που είχε καταφέρει να το σώσει.

Η μέρα πέρασε και ήρθε το βράδυ, μα το μικρό μας αγριογατάκι κοιμότανε ανήσυχο. Άσχημα όνειρα ήρθανε να ταράξουνε τον ύπνο του. Είδε την τίγρη περικυκλωμένη από κυνηγούς που την πλησίαζαν απειλητικά, και ξύπνησε τρομαγμένο. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά πάλι τα ίδια. Έκατσε λοιπόν ξαπλωμένος σε μία γωνίτσα και πέρασε τη νύχτα του σκεφτόμενος το άμοιρο ζώο που ήτανε πιασμένο στην παγίδα. Πόσο άγρια και μεγαλοπρεπής ήτανε όταν ήταν ελεύθερη και πόσο κακόμοιρη και αδύναμη έμοιαζε όταν είχε παγιδευτεί. Το αγριογατάκι άρχισε να αισθάνεται άσχημα που την είχε παγιδεύσει.

Με το πρώτο φως της αυγής, ο Τομ έτρεξε προς το σημείο που είχε δει τελευταία φορά την τίγρη. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι το άγριο ζώο είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις παγίδες των κυνηγών. Δυστυχώς όμως για να καταφέρει να ελευθερωθεί, η ουρά του είχε σκιστεί. Ο Τομ την κοίταξε πολύ λυπημένα και αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια της τίγρης μέχρι να την βρει, γιατί είχε μία γατίσια περιέργεια να μάθει τι απέγινε.

Μετά από αρκετή ώρα περπατήματος άρχισε να ακούει στο βάθος μία φωνή που έμοιαζε πάρα πολύ με το ουρλιαχτό που είχε ακούσει χθες όταν το ζώο είχε πέσει στην παγίδα. Ήταν όμως λιγότερο άγριο και πολύ πιο πικραμένο Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί και σε λίγο είδε μία μικρή σπηλιά σε έναν βράχο. Ήταν η φωλιά της. Μέσα ήταν η τίγρης. Στα πόδια της υπήρχανε τρία μικρά πλασματάκια που έμοιαζαν αρκετά με τον Τομ, μόνο που ήτανε κίτρινα με μαύρες ρίγες. Ήτανε τρία μικρά τιγράκια. Η μητέρα τους, πληγωμένη και χωρίς ουρά, τα κοίταζε διαρκώς ένα – ένα , ξαπλωμένα ακίνητα, και έκλαιγε γοερά με ένα από τα πιο πικραμένα κλάματα που είχε ακούσει ο μικρός Τομ.
Τα πόδια του λύγισαν και η καλοσυνάτη γατίσια καρδιά του σφίχτηκε όταν κατάλαβε.
Η μητέρα τους δεν είχε γυρίσει χθες το μεσημέρι να τους φέρει τροφή. Ήταν πληγωμένη και δεν μπορούσε να κυνηγήσει Και τώρα τα τιγράκια ήταν νεκρά.

Όταν το γατάκι μας κατάλαβε τι κακό είχε προξενήσει, έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Προσπαθούσε μόνο να σώσει ένα γέρικο ελάφι. Μα για να το κάνει αυτό είχε τραυματίσει για πάντα μια νέα και υγιή τίγρη και είχανε πεθάνει από την πείνα τρία μικρά πανέμορφα τιγράκια. Τρία τιγράκια που δεν είχαν προλάβει ακόμη να δουν τις χαρές της ζωής. Είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα... Είχε καταστρέψει μία ολόκληρη οικογένεια.

Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι. Είδε την τίγρη να το κοιτάζει πονεμένα.

«Καταλαβαίνεις τώρα τι έκανες;» του είπε με πίκρα

«Μα εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν» κλαψούρισε ο μικρός Τομ. «ήθελα μόνο να σώσω το δύστυχο ελαφάκι»

Η τίγρης αναστέναξε.

«Το ξέρω» είπε σκεπτικά «μα πρέπει να καταλάβεις, ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Το ελάφι ήτανε γέρικο και είχε ζήσει τη ζωή του. Ο ρόλος του τώρα ήτανε να γίνει τροφή για άλλα ζωάκια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά με τη σειρά τους.»

«Όταν είδα μία άγρια τίγρη να κυνηγάει ένα αδύναμο ελάφι δεν το σκέφτηκα αυτό.» κατηγόρησε τον εαυτό του ο Τομ

«Είσαι μικρός ακόμα. Μα είσαι ένα πανέξυπνο και παμπόνηρο γατάκι. Θα μάθεις μεγαλώνοντας ότι δεν γίνεται ποτέ να βοηθήσουμε κάποιον χωρίς να κάνουμε κακό σε κάποιον άλλον. Πριν κάνουμε κάτι πρέπει να σκεφτούμε ποιους θα βοηθήσει και ποιους θα βλάψει η πράξη μας. Συχνά βοηθάμε ζώακια που είναι σε δύσκολη θέση, απερίσκεπτα, μόνο και μόνο επειδή τα γνωρίζουμε και τα αγαπάμε. Και δε μας πειράζει που θα πληγωθούνε έτσι κάποια άλλα που δεν τα έχουμε δει ποτέ. Έχεις σκεφτεί όμως ότι αυτό είναι άδικο; Έχεις σκεφτεί πόσα πολλά πράγματα πρέπει να ξέρουμε για δύο ζώα πριν μπούμε ανάμεσα τους και γείρουμε την ζυγαριά προς το μέρος του ενός;»

«Δεν το είχα ξανασκεφτεί ποτέ αυτό. Γιατί ποτέ δε μου είχε τύχει να μου μιλήσει ένας αντίπαλος των φίλων μου. Τους σκεφτόμουν σαν εχθρούς απλά. Δεν είχα σκεφτεί ότι είναι και αυτοί ζωάκια σαν εμάς... Συγνώμη» Είπε ο μικρός Τομ και ξανάρχισε να κλαίει σκεφτόμενος πόσο ανόητα είχε φερθεί.

«Δεν χρειάζεται να κλαις» είπε η τίγρης χαϊδεύοντάς τον με την μουσούδα της.
«Τώρα είσαι λιγάκι πιο σοφός απ’ ότι χθες. Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα θα είσαι πιο προσεκτικός, είμαι σίγουρη.»

«Τώρα όμως τα παιδάκια μου πρέπει να αναπαυθούν.» συνέχισε θλιμμένα « Πάω να τα μεταφέρω στο τελευταίο τους σπιτάκι» και άρχισε να περπατάει προς την σπηλιά της.

«Περίμενε, περίμενε! Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ!» φώναξε ο μικρός Τομ και έτρεξε δίπλα της.

Προχώρησαν μαζί και έθαψαν τα τρία τιγράκια δίπλα δίπλα σε ένα μέρος λίγο πιο πέρα από την σπηλιά. Είχε καταπράσινα δέντρα και πολλά χρωματιστά λουλούδια και μπορούσες από εκεί να χαζέψεις όλο το δάσος. Έπειτα έμειναν εκεί μιλώντας μέχρι που είδαν το πιο όμορφο και θλιβερό ηλιοβασίλεμα που είχε δει ο μικρούλης μας Τομ. Όταν βράδιασε για τα καλά, το αγριογατάκι αποχαιρέτισε την καινούρια του φίλη και της υποσχέθηκε ότι θα περνούσε να την βλέπει συχνά, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Πλησιάζοντας στο ξέφωτο, ο Τομ θέλησε να βρει το ελάφι να του διηγηθεί την ιστορία του. Έψαξε για λίγη ώρα και τελικά το είδε. Το γέρικο ζώο ήταν γαλήνια ξαπλωμένο κάτω από μία πανύψηλη Κλαίουσα Ιτιά, δίπλα στο ποτάμι. Είχε ξαστεριά και το φως του φεγγαριού και των αστεριών το φώτιζαν. Ο Τομ το πλησίασε και τα λόγια της τίγρης ήρθαν αμέσως στο μυαλό του.

Το ελαφάκι, που νόμιζε ότι είχε σώσει είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του μια μέρα μετά.

Tώρα

Θα ήθελα να ήμουν τυφλός. Να μην μπορώ να διακρίνω την κακία, την αδιαφορία, την λύπηση στα μάτια των ανθρώπων. Να μην με τρόμαζε η σκληρότητα μέσα σε ορισμένα βλέμματα. Να μην διέκρινα πίσω από ορισμένες ίριδες ωκεανούς. Να μην με ρούφαγε ο καθρέπτης του κενού, που κρύβεται μέσα σε ψυχές πανέμορφων ανθρώπων.

Θα ‘θελα να ‘μουν κουφός. Να μην ακούω τις κακίες τους. Δικανίες, λόγια χωρίς νόημα, κούφιες προτάσεις, ψεύτικοι όρκοι αιώνιας αγάπης. Με τρομοκρατούν συχνά οι λέξεις των ανθρώπων. Η γλώσσα τους, ένας όμορφος τρόπος να καμουφλάρουν τα ένστικτά τους, να τα περάσουν σαν ευγενή πνευματικά αγαθά. Σε αγαπώ (χρειάζομαι την ασφάλεια που μου προσφέρει η ύπαρξή σου), σε θέλω (έχω συσσωρευμένο σπέρμα, πρέπει να το φυτέψω), βοηθάω τους γύρω μου ανιδιοτελώς(η ματαιοδοξία μου απαιτεί να αισθανθώ χρήσιμος σε κάποιον. Δεν υπάρχω αλλιώς). Δεν θέλω πια να τους ακούω.

Θέλω να γίνω αναίσθητος. Να μην νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Να μην πονάω όταν με καις, να μην καίγομαι όταν με χαϊδεύεις. Να μην αισθάνομαι τα δάκρυα, όταν κυλούν στα μάγουλά μου. Δε θέλω πια να το μαθαίνω, όταν κλαίω.

Θέλω να πεθάνει η γλώσσα μου. Τα φιλιά σου είναι πολύ γλυκά για να τα χάσω. Ο καφές μου πολύ πικρός όταν τον πίνω μοναχός μου. Κι αυτά τα μικρά μαργαριτάρια που συνεχίζουν να κυλούν στο μάγουλό μου, αυτές οι ρημαδιασμένες σταγόνες που μου δροσίζουνε τα χείλη, είναι αλμυρές π’ ανάθεμά τες. Και μου θυμίζουν το κορμί σου όταν έβγαινες από τα νερά του Αιγαίου και στέγνωνες στην αγκαλιά μου. Μα εγώ…

Εγώ δε θέλω να θυμάμαι πια το χθες. Γιατί ανοίγοντας τα μάτια μου δεν είναι πια εκεί. Μα όταν τα ξανακλείνω νάτο πάλι. Με στοιχειώνει. Ούτε το αυρίο θέλω να ονειρεύομαι γιατί μου κλέβει στιγμές από το τώρα.

Μα είμαι εδώ και είμαι αρτιμελής. Και όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούν και ένας σωρός από αναμνήσεις φλερτάρει με τα αυριανά μου όνειρα. Και βλέπω και ακούω και μυρίζομαι και γεύομαι και ζω. Μα για πόσο ακόμη; Είμαι μία καλοκουρδισμένη μηχανή που φθείρεται μέρα με τη μέρα. Θα ατονήσουν οι αισθήσεις μου. Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου ή ξαφνικά κι απροειδοποίητα . Κι αύριο μπορεί να μην θυμάμαι πια. Όχι

Όχι, όχι, όχι! Φωνάξτε μου, βρίστε με, αγγίξτε με, κοιτάξτε με, αγαπήστε με, μισήστε με, μα κάντε το ΤΩΡΑ.

Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά.

Δεν θέλω να είναι αργά. Δεν θέλω…

Πρωινός Καφές


Ο καφές, αχνιστός ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Κάθισε στον καναπέ, και αγκάλιασε την κούπα με την παλάμη του. Η θερμότητά της του μετέφερε ένα ευχάριστο ρίγος κατά μήκος του χεριού καταλήγοντας στην σπονδυλική του στήλη. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το νέο του πακέτο και έκλεισε τα μάτια καθώς το άναβε. Ο ήχος του χαρτιού που σιγοκαίγεται στις πρώτες ρουφηξιές, ακολουθούμενος από την γλυκιά καλημέρα της νικοτίνης προστέθηκαν στις απολαύσεις του Κυριακάτικου πρωινού. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό γραφειάκι, κάθονταν εκείνη. Μπροστά σε έναν παλιό υπολογιστή, έπινε μία γουλιά καφέ και άναβε με τη σειρά της το πρώτο πρωινό τσιγάρο.

Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην οθόνη, καθώς τα δάχτυλα χτυπούσαν γρήγορα και ρυθμικά, χαρούμενα και ταυτόχρονα αποφασιστικά θα μπορούσες να πεις, πάνω σε ένα παλιό ταλαιπωρημένο πληκτρολόγιο. Είχε ακούσει πάρα πολλούς ανθρώπους να πληκτρολογούν, μα ο δικός της ήχος είχε κάτι πρωτόγνωρο. Θα τον αναγνώριζε παντού ακόμη και με κλειστά τα μάτια. Τον μάγευε αυτό το ρυθμικό κλικ κλακ που ακούγονταν καθώς έβλεπε τα χέρια της να κινούνται επιδέξια και αδιάκοπα πάνω στα πλήκτρα. Όπως τον μάγευαν τα μεγάλα μαύρα μάτια της, προσηλωμένα στην μέχρι πριν από λίγο λευκή σελίδα, ελαφρά γουρλωμένα, σαν έκπληκτα. Έβλεπε μια στιγμιαία λάμψη μέσα τους κάθε φορά που της ερχότανε κάποια καλή ιδέα για την επόμενη φράση της. Και έτσι, φράση - φράση, λιθαράκι – λιθαράκι, θα έχτιζε ένα ακόμη από τα κείμενά της. Αδημονούσε να το διαβάσει κι αυτό, να κλείσει άλλο ένα κομμάτι της μέσα του.

Πάνω που σκέφτονταν πόσο πολύ του άρεσε να μπορεί να την παρατηρεί ενώ έγραφε, ο ήχος των πλήκτρων έγινε ταχύτερος και λιγάκι αργότερα σταμάτησε. Το πρόσωπό της φωτίζονταν από ένα χαμόγελο. Ακολούθησαν κάποια απαλά κλικ από το ποντίκι. Ελάχιστα λεπτά αργότερα το νέο της ποστ θα ήταν δημοσιευμένο στο blog της. Τον πλησίασε χαμογελαστή και ένα απαλό φιλί προσγειώθηκε στα χείλη του. Θα κατέβαινε να φέρει εφημερίδες για να διαβάσουν παρέα. Θα κάθονταν όπως κάθε Κυριακή, αγκαλιά στον καναπέ, διαβάζοντας ο καθένας την δική του, συναγωνιζόμενοι ποιος θα βρει τα ομορφότερα άρθρα να διαβάσει στον άλλο. Του άρεσε να της μαθαίνει πράγματα που ανακάλυψε, όσο και το να μαθαίνει από αυτήν. Μια διαρκής αλληλεπίδραση σε όλους τους τομείς. Της μίλαγε για τον εγκέφαλο και την άκουγε να του μιλάει για την συγγραφή. Την ενημέρωνε ότι την αγαπούσε για να πληροφορηθεί λίγο αργότερα ότι εκείνη τον λάτρευε. Κάπως έτσι. Σαν δυο μπόμπιρες που ανακάλυπταν τον κόσμο μαζί. Σαν έρωτας.

Η πόρτα έκλεισε. Πήρε την κούπα του και ένα νέο τσιγάρο και όρμισε στον υπολογιστή. Τι να έγραφε άραγε τόση ώρα; Άναψε το τσιγάρο, άνοιξε τον browser.Ήπιε μια γουλιά καφέ, η σελίδα φόρτωσε. Μια τζούρα, μία βαθειά ανάσα, κάτι από αγωνία οι σφυγμοί ελαφρά ανεβασμένοι και το διάβασμα αρχίζει.


ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ

Μόλις ξύπνησες μικρέ μου τεμπελάκο. Δε θυμάμαι αν στο έχω πει αλλά τρελαίνομαι να σε παρακολουθώ. Έχεις ακόμη αυτό το αγουροξυπνημένο βλέμμα και μια μικρή τσίμπλα στο μάτι. Πόσο αστεία περπατάς όταν είσαι νυσταγμένος! Μα να ‘σαι βγαίνεις επιτέλους από το μπάνιο και μου χαμογελάς. Μόλις μου έδωσες ένα φιλάκι στο μάγουλο. Καλημέρα, μου ψιθύρισες μα απάντηση δεν πήρες. Είμαι βλέπεις αφοσιομένη σε αυτό το ποστάκι που πάω στοίχημα ότι καίγεσαι να μάθεις τι λέει. Κι όμως χαμογελάς κατεργάρη. Ξέρεις ότι την καλημέρα μου στην γράφω εδώ.

Ανάβεις το πρώτο τσιγάρο και ζηλεύω την έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό σου. Θα ανάψω ένα κι εγώ. Να, για να μάθεις! Με παρατηρείς εδώ και ώρα και νομίζεις ότι δεν το έχω καταλάβει, αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι κι εγώ με τη σειρά μου όλο κλεφτές ματιές σου ρίχνω. Ποιόν μαγικό συγγραφέα διαβάζεις πάλι; Τι ομορφιές περνούν από το κεφάλι σου; Γιατί μου χαμογέλασες τώρα; Σκέφτηκες κάτι ή ήταν απλά για να μου κλέψεις το χαμόγελο που δεν κατάφερα να μην σου ανταποδώσω; Μίλα καθαρματάκι μου, ξέρασέ τα όλα. Γιατί μπήκες έτσι στη ζωή μου και άρχισες να κλέβεις αγκαλιές, χαμόγελα και υποσχέσεις αγάπης; Από πού αντλείς την ευτυχία που μου χαρίζεις τόσο απλόχερα; Δε λυγίζεις εύκολα λοιπόν έ; Τίποτα δεν θα μου πεις. Καλά λοιπόν, ακλόνητη κι εγώ συνεχίζω το γράψιμο. Δε σε γράφω μα σου γράφω καρδούλα μου γιατί η παρουσία σου με κάνει να θέλω να φωνάξω. Κάθεσαι εκεί στον καναπέ, μυστηριώδης, και με παρατηρείς με ύφος παιδιού, σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά.

Ξέρεις άραγε πόσο με τρελαίνει να με παρατηρείς ενώ γράφω; Να σε παρατηρώ ενώ διαβάζεις; Πόσο μαγικό είναι να έχεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο και κάνοντας διαφορετικά πράγματα, να διατηρείται η αίσθηση ότι περνάτε το πρωινό σας μαζί! Αυτή η μυστήρια αίσθηση συντροφικότητας κάτι τέτοιες χειμωνιάτικες μέρες με σαγηνεύει όσο τίποτε άλλο. Ζεις την ζωή σου δίπλα σε έναν άνθρωπο που ζει την δική του, δεν παρεμβαίνεις, μήτε κι αυτός. Μα όταν θες να ξαποστάσεις, κάνεις μια παύση, κοιτάς και εμπνέεσαι από τις ομορφιές που δημιουργεί ο άλλος δίπλα σου, από την απλότητα μέσα στην οποία βρίσκει την χαρά της ύπαρξης. Κι έτσι μοιραία, γίνεται ο ένας μούσα του άλλου. και τα κομμάτια του χαρακτήρα και της ζωής σας αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να συνεχίσουν την περιστροφή τους ενωμένα, δημιουργώντας μία θαυμαστή ελικοειδή σπείρα. Σαν τις χρωμοσωμικές αλυσίδες του DNA. Σαν την πεμπτουσία της ζωής. Σαν έρωτας.

Μάτια που χωρίζονται, καρδιές που συναντιούνται


Η νύχτα είναι παγερή, μα για πρώτη φορά εδώ και αρκετές ημέρες ο ουρανός είναι ξάστερος και μυρίζει χειμώνα. Σε έναν παμπάλαιο σιδηροδρομικό σταθμό, ταξιδιώτες, υπάλληλοι και ζητιάνοι προχωρούν πέρα δώθε, βιαστικοί. Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις ποιος είναι τι, εκτός και αν προσέξεις το βλέμμα στα μάτια τους. Γιατί του άρεσαν τόσο πολύ οι σταθμοί; Το είχε ξεχάσει τον τελευταίο καιρό, μα σήμερα θυμήθηκε πόσο απολάμβανε να βλέπει ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, να ξεκινούν και να τερματίζουν ταξίδια. Ανθρώπους που δεν φοβούνται τις διαδρομές. Είχε πάντα τάσεις φυγής και τα ταξίδια του έδιναν μία αίσθηση ελευθερίας. Όχι μόνο τα δικά του, μα και των άλλων. Όταν έβλεπε ταξιδιώτες θυμότανε τον εαυτό του. Ταξίδευε συνήθως μοναχός, με κάποιο βιβλίο στο ένα χέρι, γραμμένο από ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει περισσότερο από αυτόν, τσιγάρο η καφέ στο άλλο, και μια γαλήνη στα μάτια. Έκλεινε και το κινητό, να μην τον ενοχλήσουν. Αυτές οι στιγμές ήταν μοναχά δικές του. Και πριν ξεκινήσει, μα και όταν έφτανε, έπινε πάντα έναν καφέ στο σταθμό. Μόνος του, σιωπηλός παρατηρητής ανθρώπων στις ομορφότερες στιγμές τους.

Σήμερα δεν ταξίδευε. Σήμερα αποχαιρετούσε. Δεν την είχε γνωρίσει παρά μόνο λίγες μέρες πριν, μα ήταν σαν να την ήξερε χρόνια. Οι αποστάσεις τον κυνηγούσαν διαρκώς, κι έτσι σήμερα εκείνη έπρεπε να φύγει. Έφτασαν στον σταθμό μία ώρα νωρίτερα και αποφάσισαν να την περάσουν πίνοντας έναν αποχαιρετιστήριο καφέ. Δεν θα παρατηρούσε τον κόσμο σήμερα γιατί όλος ο κόσμος καθότανε απέναντι του και τον κοίταζε στα μάτια. Σε λίγο θα τους χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μα τώρα τους χώριζε μοναχά ένα μικρό τραπεζάκι. Δεν μίλησαν πολύ αλλά κοιτάζονταν συνέχεια. Η σιωπή επέτρεπε στα βλέμματα ν’ αγγίζονται στενότερα. Κι αυτά τα δύο βλέμματα ήταν σαν να περίμεναν μια ολόκληρη ζωή για να πέσουν τυχαία το ένα πάνω στο άλλο. Αυτά τα δύο βλέμματα είχανε πολλά να πουν. Μα τώρα, τι κι αν αυτός θα ορκίζονταν πως κάθισαν πριν από ένα λεπτό, η ώρα είχε κιόλας περάσει.

Με βαριά βήματα και με μισή καρδιά προχώρησαν αργά προς τις αποβάθρες. Της έδωσε χαρτομάντιλα για το δρόμο. Όχι για τα δάκρυα αλλά για το συνάχι που είχαν και οι δύο, το μοναδικό στοιχείο ρεαλισμού που υπήρχε αυτές τις υπέροχα ρομαντικές ημέρες. Έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι το τελευταίο λεπτό κι έπειτα αυτή ανέβηκε στο τρένο που θα την έπαιρνε μακριά του. Αυτός ακουμπισμένος σε ένα πεζούλι την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν υπέροχο με το παράθυρο του τρένου για κάδρο. Σαν φωτογραφία. Σαν νοερή φωτογραφία θα την κράταγε αυτή την εικόνα, όχι για να την δείχνει στους φίλους του, μα για να την ξαναφέρνει στο μυαλό του κάθε φορά που θα χρειάζονταν ένα τσίμπημα ομορφιάς στην ζωή του.

Οι πόρτες του τρένου έκλεισαν κι αυτοί κοιτάζονταν ακόμη. Μα σε αντίθεση με άλλους αποχωρισμούς, εδώ δεν υπήρχε θλίψη στα πρόσωπα. Όλο αυτό ήτανε απλώς το τέλος μιας υπέροχης αρχής. Τα πάντα ξεκίναγαν τώρα. Αυτές οι στιγμές σε έναν βρομερό σταθμό του τρένου ήτανε στιγμές σταθμός για την ζωή του. Τα βαγόνια άρχισαν να χάνονται το ένα μετά το άλλο. Έφερε στην μύτη του το λαστιχάκι των μαλλιών που της είχε ζητήσει να του αφήσει, και παρόλο το συνάχι, μέθυσε ξανά από το άρωμά της. Τα χείλη του μειδίασαν. Τα μάτια του πλημμύρισαν από ελπίδα.

«Καλώς ήρθες στον κόσμο μου» σκέφτηκε. Και το χαμόγελό του πλάτυνε.

«Καλό μας ταξίδι»

Κατερίνα


Το αμάξι άρχισε σταδιακά να κόβει ταχύτητα μέχρι που ακινητοποιήθηκε εντελώς. Λίγο μπροστά του, στη μέση του δρόμου ήταν ξαπλωμένο ένα γατάκι. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 2 μηνών, πανέμορφο και κατάμαυρο με μεγάλα εκφραστικά μάτια, έμοιαζε να απολαμβάνει ευτυχισμένο τον ήλιο του πρωινού . Ο οδηγός, γύρω στα τριάντα, φαίνονταν εξαιρετικά βιαστικός. Μάλλον πήγαινε στη δουλειά. Μαρσάρισε δύο τρείς φορές μα το γατάκι καθότανε και κοίταζε το αυτοκίνητο ατάραχο.

Η πίεση πάνω στο φρένο μειώθηκε και το αυτοκίνητο άρχισε να τσουλάει στην κατηφόρα. Το γατάκι άρχισε να χάνεται κάτω από τον προφυλακτήρα και στη συνέχεια το κατάπιε ο τεράστιος όγκος του αμαξιού. Το αμάξι συνέχισε να κατηφορίζει και το γατάκι συνέχισε να παραμένει ακίνητο, μα κάπου στο ενδιάμεσο τρόμαξε και προσπάθησε να τρέξει προς τα δεξιά. Η ρόδα, γιγαντιαία σε μέγεθος μπροστά στο άμοιρο πλασματάκι, το πέτυχε, το αιχμαλώτισε πάνω στην άσφαλτο και περισσότερα απο εφτακόσια κιλά πέρασαν απο πάνω του. Οι αναρτήσεις και η αναισθησία του νέου έκαναν καλά την δουλειά τους και έτσι συνέχισαν την πορεία τους παρέα, με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα δείχνοντας να μην έχουν καταλάβει τι είχε συμβεί.

Πίσω στην κρύα άσφαλτο ένα γατάκι κυλιότανε, σφαδάζοντας από τους πόνους καθώς αργοπέθαινε, πριν καν αρχίσει να γνωρίζει την ζωή. Στην γωνία του πεζοδρομίου αυτή η σκηνή αποθανατίζονταν. Καταγράφονταν στο μυαλό ενός αυτόπτη μάρτυρα, στα τρομαγμένα μάτια ενός κοριτσιού μόλις εφτά χρόνων, που δεν τολμούσε να πλησιάσει το γατάκι. Σαστισμένη, ακινητοποιημένη απο τον φόβο, συνέχισε να το κοιτάζει να αργοσβήνει, αδυνατώντας να καταλάβει την σκληρότητα του ανθρώπου που μόλις είχε καταστρέψει μία ζωή. Δύο μάτια έσβηναν. Δύο μάτια συνέχιζαν να κατηφορίζουν αδιαφορώντας. Και δύο μάτια θα έμεναν στιγματισμένα για πάντα.

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Κατερινούλα μεγάλωσε και άλλαξε πολύ. Από εκείνη, τη μακρινή, ειρωνικά ηλιόλουστη μέρα όμως της είχε μείνει μία ασυνηθιστη ευαισθησία για τη ζωή. Αθεράπευτα ρομαντική, οδηγούσε χαμένη στις σκέψεις της όπως συνήθιζε, όταν στο κέντρο της λεοφόρου είδε την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Ένα κατάμαυρο γατάκι ήταν ξαπλωμένο τεμπέλικα στο μέσον της λωρίδας. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει εύκολα, αλλάζοντας λωρίδα, μα είχε δει, και δεν είχε ξεχάσει, τι καταστροφή μπορούσε να προκαλέσει η αδιαφορία των ανθρώπων. Άναψε τα αλάρμ και έκοψε ταχύτητα. Το αμάξι πλησίασε το γατάκι προσεκτικά και όταν η Κατερίνα είδε ότι ο μαύρος μπόμπιρας δεν είχε καμία πρόθεσε να σηκωθεί, σταμάτησε εντελώς και βγήκε έξω.

Πλησίασε προσεκτικά, για να μην το τρομάξει, έσκυψε από πάνω του και το χάιδεψε. Το πήρε στην αγκαλιά της, και αυτό έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και άρχισε να γουργουρίζει ευτυχισμένο, ανταποκρινόμενο στα χάδια της. Με μία γρήγορη ματιά διαπίστωσε ότι δεν ήταν πληγωμένο πουθενά και χαμογέλασε.

«Γεία σου, είμαι η Κατερίνα» του είπε χαρούμενα. Έσκυψε στο κοντά στο κεφάλι του και πολύ πολύ σιγά του ψιθύρισε:
«Έισαι ένα πανέμορφο και πολύ τυχερό γατάκι. Θα ζήσεις μία μεγάλη ζωή και θα φέρεις καινούρια ζωή στον κόσμο. Πρέπει όμως να μάθεις να είσαι λιγάκι πιό προσεκτικό.» Και με το υπέροχο αυτό πλασματάκι να γουργουρίζει και να τεντώνεται στην αγκαλιά της, προχώρησε προς το πεζοδρόμιο.

Το Κατερινάκι δεν πρόλαβε να δει τι το χτύπησε. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί για ποιό λόγο ο μοτοσυκλετιστής είχε επιλέξει να περάσει ένα σταματημένο αυτοκίνητο από τα δεξιά. Όλα γύρω της θόλωσαν αστραπιαία. Οι ήχοι της λεοφόρου άρχισαν να ακούγονται τρομερά μακρινοί. Λένε ότι καθώς ξεψυχούν οι άνθρωποι, όλη τους η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια τους. Μα το μόνο που πρόλαβε να δεί η Κατερινούλα ήταν ένα μαύρο γατάκι να τρέχει τρομαγμένο προς το πεζοδρόμιο.

A pleasant shade of Gray


Επιτέλους.

Επιτέλους βρέχει. Γκρίζα σύννεφα παντού, η μέρα αρχίζει μα το σκοτάδι παραμένει. Η μυρωδιά της υγρασίας, ο ήχος του νερού, πλημμυρίζουν το χώρο. Βρεγμένα μαλλιά κολλάνε στο πρόσωπο. Βρεγμένα ρούχα αγκαλιάζουν το σώμα. Κι εγώ σ’ ένα μικρό, παλιό, σάπιο μπαλκόνι, σε μια τεράστια, παλιά και λιγδιασμένη πόλη, βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, μυρίζω, γεύομαι, χορεύω στη βροχή. Πανδαισία για όλες τις αισθήσεις.

Βρέχει, επιτέλους βρέχει. Το παλιό, βρόμικο τσιμέντο που γεμίζει την πόλη χάνει κάθε ίχνος ασχήμιας. Δένει με το γκρίζο του ουρανού και αποκτά μια ομορφιά θλιβερή, μελαγχολική και μαύρη. Δικιά μου. Σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία. Αποχρώσεις του γκρίζου παντού. Πάρα πολλές, εκατοντάδες ίσως, μα έχουν όλες κάτι από γκρι. Comptine d’ un autre ete – l’ après midi . Σαν τα μελαγχολικά βαλς της Amelie που ξεχύνονται από τα ηχεία μου. Σαν τις εκφάνσεις της ζωής.

O χρόνος ξέρει καλά τη δουλειά του και συνεχίζει να κυλάει. Στους ρυθμούς των βαλς, σήμερα η βροχή τον συνοδεύει. Οι δρόμοι πλένονται, τα σκουπίδια κυλούν και παρασέρνονται απ’ το νερό. Δεν υπάρχουν αμαρτίες που δάκρυα δεν μπορούν να τις ξεπλύνουν. Και σήμερα ο ουρανός είναι δακρυσμένος. Ταιριάζει με τον δικό μου. Θυμίζει παλιά ταξίδια που έκανα, όταν η ζωή μου είχε νόημα γιατί την μοιραζόμουν. Θυμίζει κρύο και μυρωδιά θάλασσας, βροχή και αέρα ένα κρύο βράδυ σε ένα σάπιο ferry boat, σε μια μεταμεσονύκτια πλεύση προς το Αντίριο. Θυμίζει άφιξη στα Γιάννενα, με μια αγκαλιά και μια καθαρή πετσέτα να περιμένουν. Ζεστά σερμπέτια, ζεστά φιλιά και ρακόμελο πικάντικο θυμίζει. Χιλιάδες πράγματα δικά σου, από τα μεγαλύτερα μέχρι τα πιο μικρά. Μα τούτο, το ένα, το πιο απλό απ’ όλα, η βροχή... Ήταν πάντοτε δικό μου. Δική μου συντροφιά, το δώρο που έφερνα μαζί μου όταν ερχόμουν, η μόνη ομορφιά που έμεινε μαζί μου όταν έφυγες. Και η μοναξιά πάντα ελαφραίνει όταν βρέχει. Γιατί έχω τον καιρό στο πλάι μου. Και τέτοιες μέρες, όταν κοιτάς έξω, βλέπεις τον κόσμο που άφησες. Τον δικό μου κόσμο.

Η πόλη ξυπνάει. Οι άνθρωποι περπατούν στους δρόμους, μα επιτέλους δεν έχουν ηλίθια χαμόγελα στα χείλη. Μερικο , λίγοι, πολύ λίγοι, χαμογελούν μελαγχολικά. Περπατούν γρήγορα, είναι σοβαροί, και για μία φορά στην ζωή τους κοιτάζουν χαμηλά. Είναι τόσο πολύ όμορφοι σήμερα... Πανέμορφοι. Τους βλέπω και αναρωτιέμαι πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν είχαμε τη σοφία να κοιτάμε πάντα χαμηλά. Δεν έχει σημασία. Κάποτε ήμουν βλάκας, μικρός και αλαζονικά ευτυχής. Είχαν πει τότε για μένα: «Μίλα στο Γειτωνάκο. Ο Γείτωνας είναι σοφός». Από τότε έπαθα πολλά. Από τότε έμαθα πολλά. Τους ξαναβρήκα και τους το είπα. Μάλλον περισσότερα απ’ όσα θα πρεπε είχα μάθει. Γιατί τώρα πια δε μου μιλούν. Δεν είμαστε έτοιμοι να ξέρουμε πολλά. Δεν είμαστε έτοιμοι να νιώθουμε πολλά. Μήτε να κοιτάμε χαμηλά είμαστε έτοιμοι. Να ‘ναι καλά η βροχή. Που μας το θυμίζει πού και πού.

Καλό ταξίδι


Θα σας πω μία ιστορία για τρεις ανθρώπους, δύο άνδρες και μία γυναίκα, που πρωταγωνιστούν σε μία ταινία καταστροφής. Εδω και πολλά χρόνια περιπλανούνται μόνοι τους μέσα στο χάος, ανάμεσα σε εκατοντάδες ζόμπι που τους κυκλώνουν ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιον επιζήσαντα. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης άλλων ατόμων που μπορούν ακόμη να θέλουν, να αισθάνονται και να σκέφτονται, αυτοί οι τρεις είχαν ξαναϊδωθεί στο παρελθόν. Μα καθώς ήταν περικυκλωμένοι από πλήθος ηλιθίων, δεν μπορούσαν με ασφάλεια να αναγνωρίσουν αν είχαν απέναντι τους έναν άνθρωπο ή ακόμη μία βλαμμένη βδέλλα που περίμενε να την πλησιάσουν για να γαντζωθεί επάνω τους. Έτσι είχαν προτιμήσει να μείνουν μακριά.

Όμως το φετινό καλοκαίρι κάτι άλλαξε. Διστακτικά στην αρχή, άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, και δεν άργησε να δημιουργηθεί μία απαράμιλλη χημεία μεταξύ τους. Ακoλούθησαν δυόμιση ονειρικές εβδομάδες, στιγματισμένες από στιγμές βαθειάς επικοινωνίας, χαράς αλλά και θλίψης καθώς ο καθένας, μέσω των υπόλοιπων, γνώριζε καλύτερα τον εαυτό του. Σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, οχυρωμένοι οι τρεις τους απέναντι στους καθυστερημένους κατοίκους του, ξαναβρήκανε την πίστη τους απέναντι στην φιλία. Μία πίστη που παλιά στηριζότανε στην αθωότητα, και είχε χαθεί μαζί της εδώ και πολλά χρόνια, τώρα επέστρεψε και χτίσθηκε από την αρχή. Πάνω σε πολύ δυνατότερα θεμέλια. Στα θεμέλια μίας εμπειρίας πρωτόγνωρης και για τους τρεις.

Αλλοίμονο, οι δυόμισι εβδομάδες περνούν πολύ γρήγορα. Και οι εν λόγω άνθρωποι είχαν πάρει αποφάσεις για την ζωή τους πολύ πριν ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο. Έτσι τώρα έμελε να χωρίσουνε οι δρόμοι τους, για να μην ξανασυναντηθούν ίσως ποτέ. Ένας θα έμενε στο νησί, η άλλη θα έφευγε για Αγγλία, ο τρίτος για την συμπρωτεύουσα. Με νύχια και με δόντια κατάφεραν να πάρουν τρεις ακόμη μέρες παράταση, μα πέρασαν κι αυτές και ήρθε το σημείο μηδέν: η μέρα που έπρεπε να φύγει ο πρώτος. Η αρχή του τέλους. Τις τελευταίες λίγες ώρες τους αποφάσισαν να τις περάσουν μαζί, και έτσι απλά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο οι δύο τσακώθηκαν. Και χώρισαν έτσι, μαλωμένοι, θυμωμένοι χωρίς κανείς τους να ξέρει γιατί. Ίσως να ήταν ευκολότερο έτσι. Η θλίψη και το βάρος του αποχωρισμού απαλύνονταν από τον θυμό. Μα δεν κράτησε κι αυτό πολύ. Δευτερόλεπτα μόνο μετά το τελικό αντίο, λίγες στιγμές μετά τον ήχο της πόρτας του αμαξιού που έκλεινε, συνειδητοποίησαν και οι δύο πόσα έχαναν αυτή την ώρα. Και τα βλέμματα μαλάκωσαν ξανά. Μα οι τελευταίες στιγμές που είχαν και οι τρεις είχαν χαθεί.

Λίγα λεπτά αργότερα, το ίδιο πλοίο που είχε φέρει στο νησί έναν άνθρωπο απελπισμένο, απογοητευμένο, έναν άνθρωπο που στα εικοσιτέσσερα του ζούσε μοναχά με αναμνήσεις, χωρίς καμία προσδοκία από το μέλλον, ετοιμαζότανε να τον πάρει πίσω. Μα τώρα έπαιρνε έναν άνθρωπο με νέες εικόνες, νέα όνειρα, πλημμυρισμένο από μία πρωτοφανή, γι αυτόν, αισιοδοξία. Έναν άνθρωπο που ενώ για χρόνια απαντούσε με ένα ξερό "σε τίποτα" όταν τον ρώταγαν σε τι πιστεύει, ήταν τώρα έτοιμος να πει: "στον άνθρωπο πιστευω". Το πλοίο φυσικά δεν παραξενεύτηκε από την αλλαγή. Δεν ήτανε αυτή η δουλειά του. Η δουλειά του ήταν απλά να σηματοδοτεί φυγές, τέλη και νέες αρχές. Και ήταν έτοιμο να την κάνει ακόμη μία φορά. Στην κουπαστή τώρα, δυο μάτια κοιτάζουν στο κενό. Σμιχτά φρύδια και σφιγμένα χείλη προσπαθούν να πνίξουν έναν κόμπο στο λαιμό. Ένας χείμαρρος από εικόνες των τελευταίων ημερών περνάει από το μυαλό του και ο κόμπος μεγαλώνει με κάθε σφύριγμα του πλοίου καθώς η τελευταία άγκυρα σηκώνεται. Η υγρασία στα μάτια και το σφίξιμο στα χείλη τραβούν την προσοχή μιας συνταξιδιώτισσας. «Δύσκολο πράγμα να φεύγεις» του λέει.

Όχι κούκλα μου, δεν είναι δύσκολο να φεύγεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ότι δεν θα ξαναγυρίσεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ό,τι όσο και να το θες, δεν θα έχεις πού να ξαναγυρίσεις, διότι όλα όσα έζησες, και άξιζαν κάτι, ορίστηκαν από τυχαίες συνθήκες που δεν υπάρχουν πια. Να χτίζεις με φροντίδα ένα μικρό καταφύγιο, έναν ορμίσκο, ένα απειροελάχιστο λιμανάκι μετά από τόσα χρόνια, και να βλέπεις τον χρόνο να στο γκρεμίζει με ατσαλένιους καταπέλτες μόλις αναγκάζεσαι να σηκώσεις τις άγκυρές σου για λίγο. Αυτό είναι το δύσκολο.

Μα τα μάτια παρέμειναν απλανή, και τα χείλη παρέμειναν σφιγμένα και το μόνο που βγήκε προς τα έξω ήταν ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού. Αυτή η στιγμή ανήκε μοναχά σε τρεις ανθρώπους. Σε τρεις μοναχικές μελαγχολικές σιωπές που, από τρία διαφορετικά πλέον μέρη, ενώνονταν κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο. Και κανένας, και καμία δεν θα έμπαινε ανάμεσα τους. Αυτές οι στιγμές σιωπής ήταν φόρος τιμής σε μία μαγεία που έσβηνε για πάντα.

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο πρώτος της παρέας κάνει στο ραδιόφωνο την πιο μελαγχολική εκπομπή της ζωής του, κοιτάζοντας μέσα από ένα ελάχιστο παραθυράκι ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Η δεύτερη ακούει την εκπομπή σιωπηλά στον κήπο της ανάμεσα στα δέντρα, ατενίζοντας τα φύλλα που στέγαζαν τις απογευματινές τους συναντήσεις. Ο τρίτος δεν έχει ράδιο, μα είναι σαν να ακούει και αυτός την εκπομπή. Στέλνει ένα μήνυμα στον πρώτο, ζητάει ένα αποχαιρετιστήριο κομμάτι, και με το βλέμμα στη θάλασσα γράφει αυτό εδώ το κείμενο. Καθένας τους λέει αντίο με τον δικό του τρόπο. Έξι βουρκωμένα μάτια, έχουν συνωμοτήσει και κάθε ζευγάρι είναι πλέον καρφωμένο στο ένα τρίτο από αυτά που μέχρι πριν από λίγο απολάμβαναν όλοι μαζί.

«Μην αλλάξεις ποτέ»

Έχω βαρεθεί να ακούω τέτοιες ευχές από ανθρώπους που ξέρω. Μα σε αυτή την παρέα δεν ειπώθηκε τίποτα παρόμοιο. Μην τολμήσετε να μην αλλάξετε, θέλω να τους φωνάξω εγώ. Εξελιχθείτε. Ωριμάστε, ανεβάστε τον πήχη των απαιτήσεών σας. Κυνηγήστε ακόμη ομορφότερες στιγμές με ακόμη ομορφότερους ανθρώπους. Μεταβιβάστε την μαγεία που ζήσατε και δημιουργήστε ακόμη μεγαλύτερη. Θέλω αν υπάρξει άλλη φορά που θα βρεθείτε οι τρεις σας να είστε τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Μόνο τα χαμόγελά σας θέλω να είναι τα ίδια.Μόνο οι αγκαλιές σας, οι ελπίδες και οι φλόγες στα μάτια.

Writer's Block

Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες από την στιγμή που είχε καθίσει μπροστά στον υπολογιστή. Μα ακόμη δεν είχε γράψει τίποτα. Που και που ξεκίναγε κάποια πρόταση μα κάθε φορά που την διάβαζε τα χείλη του στράβωναν και λίγα δευτερόλεπτα μετά την είχε διαγράψει. Η αρχή είναι το δυσκολότερο κομμάτι έλεγαν. Μα για εκείνον δύσκολα ήταν όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αρχές κατάφερνε να κάνει στη ζωή του. Και μετά τα παράταγε. Ή τον παρατούσαν. Με μία μικρή ώθηση των ποδιών η καρέκλα περιστράφηκε και εκείνος βρέθηκε να αγναντεύει το δωμάτιο. Άδειο. Από τότε που τον είχε αφήσει δεν είχε πατήσει άνθρωπος εκεί μέσα. Από τότε που είχε φύγει, δεν είχε ξαναγράψει σελίδα.

Σηκώθηκε, περπάτησε αργά προς το ψυγείο, και άνοιξε ένα αναψυκτικό. Μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια πόλη που κοιμόταν, άρχισε να κατεβάζει αργές, μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Εδώ και πολύ καιρό είχε δεκάδες λόγους να βουρκώνει. Το ανθρακικό ήτανε απλά η αφορμή. Όταν χώριζαν οι γνωστοί του, του φαινόταν κάτι απλό, φυσιολογικό. Μα τώρα που είχε έρθει η σειρά του ζούσε μια τραγωδία. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και τον ακολουθεί ένα μεγάλο πένθος.

Το σπίτι έμοιαζε άδειο μα δεν ήταν. Ήταν στοιχειωμένο. Η παρουσία της ήταν διάχυτη παντού, τα πράγματά του ήταν και δικά της, φορτωμένα με αναμνήσεις, μιας χαμένης Εδέμ. Και τώρα κατοικούσε στο ίδιο μέρος, μα γύρω του είχε τύψεις, μελαγχολία, θλίψη και επιθυμίες που τον έκαιγαν σαν φωτιά. Εύχονταν να μπορούσε να ξεχάσει έτσι απλά, να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Η κόλαση δεν ήταν παρά το σύνολο των αναμνήσεων ενός απαγορευμένου, πλέον, παραδείσου, και το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν υπήρχανε λωτοί της λησμονιάς, και ο έρωτας με έρωτα δεν πέρναγε. Και ο χρόνος χωρίς έρωτα δεν κύλαγε. Και οι σελίδες δεν γέμιζαν γιατί τα μάτια της δεν θα τις διάβαζαν πια. Ήτανε στραμμένα σε κάποιον άλλον.

Τέρμα η προσπάθεια για σήμερα. Το άδειο κουτάκι βρήκε τη θέση του σε ένα σωρό από όμοια του, πεταμένα σε μία γωνιά για να του θυμίζουν πόσες νύχτες είχε αποτύχει να ξεχάσει. Έπεσε βαρύς πάνω στο κρεβάτι, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται στο μισό. Κούρνιαζε τώρα στην δική της πλευρά, ενώ η δικιά του έμενε άδεια, κρύα. Μερικές φορές προσπαθούσε να την φέρει πίσω, να πείσει τον εαυτό του ότι μπορούσε ακόμη να μυρίσει το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι. Άλλες πάλι προσποιούταν ότι ήταν εκείνη που είχε μείνει πίσω. Ότι ήταν αυτός που την είχε παρατήσει. Ανόητα, μάταια τεχνάσματα, ακριβώς σαν την παράλογη αγάπη που πενθούσε εδώ και τόσο καιρό.

Η άρμη των δακρύων, ενώθηκε με την γλυκιά γεύση που είχε αφήσει πίσω του το αναψυκτικό και σε λίγο παραδόθηκε ολόκληρος στην δίνη των ονείρων. Αύριο θα ξεκίναγε μία νέα μέρα. Θα ήτανε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μα το μισό κρεβάτι θα ήταν ακόμα άδειο, και τα κουτάκια θα ήταν ακόμη στη γωνιά. Το σπίτι θα ήτανε ακόμη στοιχειωμένο. Και η σελίδα θα παρέμενε κενή…

Ελεύθερος

Το καυτό αεράκι χτύπαγε το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν με ορμή. Άνοιξε τα χέρια του, να το αισθανθεί σε όλο του το κορμί. Έκλεισε τα μάτια του και την έφερε ξανά στο μυαλό του. Τα μεγάλα λαμπερά, εκφραστικά της μάτια, το πονηρό της βλέμμα, κι έπειτα τα χείλη της, τα χέρια της, τον τρόπο που μίλαγε και τον τρόπο που περπάταγε. Μα πιο έντονα από όλα θυμότανε τον τρόπο που γέλαγε. Σκέφτηκε τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, τις μέρες που σταμάταγαν να γελάνε μόνο για να ανταλλάξουν λόγια αγάπης. Τα φιλία τους. Άλλοτε σοβαρά, άλλοτε παθιασμένα. Άλλοτε μικρά πειράγματα και τσιμπηματάκια των χειλιών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γέλαγαν ακόμη και την ώρα που φιλιόταν. Ένα διαρκές παιχνίδι γεμάτο αθωότητα. Αυτό θυμόταν από τις πρώτες τους μέρες.

Το αεράκι άρχισε να δυναμώνει. Σκέφτηκε τους γονείς του. Τον τρόπο που είχαν αντιδράσει όταν έβλεπαν πόσο χρόνο της αφιέρωνε. Τις ανησυχίες τους, τις μεγάλες τους προσδοκίες από εκείνον. Και τους τρόπους με τους οποίους τους είχε απογοητεύσει. Μα αναίσθητος δεν ήταν. Και δεν υπήρχε βαρύτερο φορτίο από τη γνώση ότι οι άνθρωποι που τον αγαπούν είχαν πληγωθεί εξ αιτίας του. Δεν είχε τη δύναμη τότε να διορθώσει τα πράγματα και έτσι τους είχε εγκαταλείψει. Και χωρίς καν να το καταλάβει φόρτωσε το σφάλμα σ’ εκείνη. Οι απαιτήσεις που είχε, άρχισαν να αυξάνονται σε βαθμό παράλογο. Μαζί τους και η ζήλια.

Ο άνεμος τώρα ήταν ακόμη ισχυρότερος και είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Το πρόσωπό του πόναγε. Τα κλειστά του βλέφαρα έμοιαζαν αδύναμα να κρύψουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι πρώτοι τους καυγάδες, ο τρόπος με τον οποίον δεν σταματούσαν πλέον να πληγώνουν ο ένας τον άλλο, ήρθαν στην επιφάνεια. Τα γέλια είχαν δώσει τη θέση τους σε λυγμούς. Τα φιλία τους και οι αγκαλιές ήταν το τελευταίο καταφύγιο που είχε βρει η αγάπη τους. Μα κι αυτά δεν θα άντεχαν πολύ. Άρχισαν να γίνονται άδεια, απλές σαρκικές χειρονομίες. Προτού το καταλάβουν καν, η βαθιά ουσία του αγγίγματος είχε χαθεί. «Δεν αντέχω άλλο. Πνίγομαι.» του έλεγε. Μα ήταν πολύ αφοσιωμένος στη ζήλια του, για να την ακούσει.

Θύελλα άρχισε να σαρώνει το κορμί του. Έτρεμε. Ο αέρας παραμόρφωνε το πρόσωπό του όπως λίγα χρόνια πριν το είχε παραμορφώσει ο πόνος. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ, δεν θέλω να σε ξανακούσω. Αντίο». Οι τελευταίες λέξεις που του χε χαρίσει δεν έπαυαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του. Μετά από αυτές θυμόταν μόνο πόνο. Τόσο οδυνηρό, τόσο μεγάλο σε διάρκεια που είχε σχεδόν ξεχάσει πως είναι να μην πονάς. Να χαίρεσαι, να απολαμβάνεις.

Μα τώρα το θυμήθηκε ξανά. Περνώντας το κορμί του ο αέρας τα έπαιρνε όλα μακριά. Δεν τον ένοιαζε αν τον σκέφτονταν. Που να βρίσκεται; Ζει; Πέθανε; Παντρεύτηκε; Δεν είχε καμία σημασία πια. Ο πόνος είχε περάσει. Πρώτη φορά στη ζωή του αισθανότανε την λύτρωση. Πρώτη φορά τον κυρίευε αυτή η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Μόνος του παρέα με τον άνεμο, χωρίς τύψεις για το χθες, χωρίς προσδοκίες απ’ το αύριο. Ελεύθερος.

Δεν είχαν περάσει πάνω από πέντε δευτερόλεπτα και είχε ήδη διανύσει την απόσταση των εφτά ορόφων. Μα ήταν τα πέντε πιο γεμάτα δευτερόλεπτα μιας ολόκληρης ζωής. Η πρόσκρουση με το έδαφος τον σκότωσε ακαριαία. Τις επόμενες μέρες, ένα μονόστηλο σε κάποια τοπική εφημερίδα. Mια κηδεία, λίγες συζητήσεις από κάποιους που τον λυπήθηκαν. Και μετά ανήκε πλέον στο παρελθόν. Και ζήσανε οι υπόλοιποι καλά. Μα εκείνος είχε ζήσει έντονα.

Μία Μέρα στα ΚΤΕΛ

Υπάρχουν μερικοί άγραφοι κανόνες που ισχύουν για τους φοιτητές, και μας λένε τα εξής.Όταν ξεκινάς με ένα λεοφορείο,για να ταξιδέψεις από την γνωστότατη φοιτητούπολη - Τσιμεντούπολη Πάτρα, στα πανέμορφα Ιωάννινα, προκειμένου να ασκήσεις τα φοιτητικά σου καθήκοντα( δηλαδή να δώσεις εξετάσεις), μετά από μερικές μέρες χαλάρωσης και διασκέδασης, και ιδιαίτερα αν αποφασίσεις να ταξιδέψεις στις οκτώ και τέταρτο το πρωί, άυπνος, είσαι ένα κινούμενο πτώμα. Προχωράς προς το εκδοτηριο για να ενημερωθείς ότι το εισιτήριο έχει ακριβύνει για ακόμη μια φορά και αφού το αγοράσεις προχωράς προς την πλατφόρμα. Ενθουσιασμένος βλέπεις ότι μετα από πέντε χρόνια που κάνεις αυτό το δρομολόγιο, κάποιος αποφάσισε να αντικαταστήσει τον κινούμενο γκαζοτενεκέ με κάτι εντελώς καινούριο και σύγχρονο,το οποίο όπως σε ενημέρωσαν αποκαλείται Πουλμαν.Με ανεβασμένη λοιπόν διάθεση μπαίνεις μέσα στο υπέροχο αυτό μέσο μεταφοράς, και ετοιμάζεσαι να απολαύσεις τις ανέσεις που σου προσφέρει.

Πάνω απο τα κεφάλια των επιβατών υπάρχει ένα πολύ ευρύχωρο μέρος για να τοποθετήσεις το μπουφάν και τις χειραποσκευές σου.Φυσικά δεν θα χρειαστεί διότι στην πόρτα του λεωφορείου περιμένει κάποιος ο οποίος σε υποχρεώνει με την αγένειά του (και όχι με την ευγένεια όπως λανθασμένα θα προσδοκούσατε) να φορτώσεις στο κάτω μέρος του λεωφορείου ακόμα και το φοιτητικό σου σακίδιο.

Μπαίνεις λοιπόν μέσα, έχοντας το κεφάλι σου ήσυχο αφού τα πράγματά σου (φωτογραφικές μηχανές,γυαλιά ηλίου,Walkman,κτλ) βρίσκονται ασφαλισμένα κάτω απο δύο δυάδες βαλίτσες, και κάθεσαι στην θέση σου.Με χαρά παρατηρείς ότι το όχημα είναι μισογεμάτο(δεν θα αργήσει βέβαια να έρθει η στιγμή της διαπίστωσης ότι τελικά ήταν μισοάδειο), και ότι δίπλα σου δεν κάθεται κανείς.Υπέροχα! Πάνω απο το κεφάλι μερικών υπάρχουνε μερικές τηλεοράσεις προορισμένες για να παίζουν κάποια ταινία, που θα ελαφρύνει κάπως την τετράωρη διαδρομή.Φυσικά δεν πρόκειται να ανάψει καμία απο αυτές.Δεν πειράζει όμως.Αρκεί που υπάρχουν! Κάποια στιγμή στη διαδρομή διαπιστώνεις ότι πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να πας στην τουαλέτα.ΕΥΤΥΧΩΣ! Το λεοφορείο είναι πλέον καινούριο και διαθέτει μια ολοκαίνουρια χημική τουαλέτα σε ένα δωματιάκι δίπλα στην πίσω είσοδο! Το λέει άλλωστε και στο πίσω του τζάμι σε ένα ολοκαίνουριο αυτοκόλλητο(Ανάμεσα στο άλλο που πληροφορει για το AIR CONDITION, και ένα που γράφει: TV)!!! Ζητάς λοιπόν απο τον οδηγό την άδεια να πας στην τουαλέτα, και αφου σε κοιτάζει σαν να του ζήτησες να ξεφλουδίσει την ελιά πριν την ρίξει στο Martini σου, σε πληροφορεί ότι θα σταματήσει σε δέκα λεπτά. Σταματάει λοιπόν, σε κανένα μισάωρο, έξω απο κάποιο μαγαζί στην Εθνική, και ενώ 47 άτομα περιμένουν να κάνεις εσύ αυτά που σε προστάζει η φύση, μπαίνεις σε ένα άγνωστο εστιατόριο και ενημερώνεις ότι ήσουνα περαστικός βρε αδερφέ, είδες WC και μπήκες!

Η διαδρομή συνεχίζεται και μιας και δεν υπάρχει TV, μουσική, η οτιδήποτε άλλο λές να ρίξεις έναν υπνάκο.Και εδώ γίνεται το μοιραίο σφάλμα. Ακουμπάς τα πόδια σου στο κάθισμα!!! Μετά από αυτό, το πρώτο πράγμα που ακούς είναι μια ανθρωπόμορφη φωνή να ουρλιάζει, και να σου λέει να τσακιστείς να σηκωθείς. Ξυπνάς λοιπόν και προσπαθώντας να εστιάσεις στο βλέμμα σου διαπιστώνεις ότι το λεοφωρείο έχει φτάσει στον σταθμό και οτι το τέρας που βαδίζει έξαλλο προς το μέρος σου είναι κάποιος ο οποίος αυτοαποκαλείται «επαγγελματίας» οδηγός. Επίσης συνειδητοποιείς ότι το λεοφωρείο είναι άδειο, και μια πολύ σύντομη εγκεφαλική διεργασία, νομίζω ότι αποκαλείται συνειρμός, σε πληροφορεί ότι ο οδηγός περίμενε να φύγουν όλοι πριν να σε ξυπνήσει και ότι τώρα είσαι μακρυά από την πόρτα, μόνος, σου στο λεωφορείο με ένα νταγλαρά που σε βρίζει και σε προσβάλλει με κάθε τρόπο που μπορεί να σκαρφιστεί ο ημιανάπηρος εγκέφαλος του. Μαζεύεσαι λοιπόν στο κάθισμα και, φοβούμενος πλέον για την σωματική σου ακαιρεότητα, δεν βγάζεις κουβέντα. Πάντα φωνάζοντας σε απόσταση αναπνοής απο το προσωπό σου ο οδηγός σε πληροφορεί ότι έδωσε 8 εκατομυρια για τα νέα του καλύμματα(δεν διευκρινίζει αν μιλάει σε Ευρώ η Δραχμές. Μυστήριο…) και ότι εσύ προσπαθείς να του τα καταστρέψεις! Αφού στα ψέλνει για τα καλά, και σε κάνει σκουπίδι, αποχωρεί φωνάζοντας: Aχάριστε!!!!
Σηκώνεσαι λοιπόν, και αφού ανεπιτυχέστατα προσπαθείς επι κάποια ώρα να διακρίνεις την ελάχιστη ζημία στο κάθισμα, αποχωρείς γεμάτος ερωτήματα, και ξεχνάς τελικά την αξιοπρέπεια σου στο άδειο ντουλαπάκι των αποσκευών πάνω από το κάθισμα. Αααα! Γι αυτό υπήρχε λοιπόν...

Παλιόχαρτα

Όταν δουλεύεις σαν φωτογράφος σε νυκτερινά κέντρα διασκέδασης, τα πράγματα είναι απλούστερα απ’ ότι ακούγονται. Αυτό που κάνεις ουσιαστικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Πλασιέ "πολυτελείας" (δηλαδή ντυμένος σα λελές) στα μπουζούκια. Στην αρχή κυκλοφορείς ανάμεσα στα κύματα της περισσής χαράς που διακατέχει το χώρο προσπαθώντας να πείσεις ορδές μεθυσμένων να σου χαμογελάσουν (πιστέψτε με ακόμη και οι αφελείς που πείθονται καμιά φορά, δε χαμογελάνε και πολύ αφού διαπιστώσουν πόσο δυνατό είναι το flash μου). Στη δεύτερη φάση της δουλείας παίρνεις το πλατύτερο χαμόγελό σου, και πας καμαρωτός να δείξεις τα “δημιουργήματα σου” στους άμοιρους που τώρα έχουν αρχίσει πια να ξαναβρίσκουν την όρασή τους. Αντικρούεις τα επιχειρήματά τους περί εξωφρενικών τιμών γρήγορα και αποτελεσματικά, προβάλλοντας άλλες μορφές ακρίβειας (“Μα παιδάκι μου μισό μεροκάματο για μια φωτογραφία;” “Έλα μωρέ δυο πακέτα τσιγάρα είναι”),και αυτό ήταν όλο.
Ενώ λοιπόν σήμερα το βράδυ βρισκόμουν στο δεύτερο και δημιουργικότερο μέρος της εργασίας μου, έδειξα σε μία μητέρα 4 φωτογραφίες της κόρης της. Η κόρη (γύρω στα 20) ήταν μία απερίγραπτα όμορφη και γλυκιά κοπέλα και στις φωτογραφίες έμοιαζε με άγγελο. Αφού η μητέρα της ξεφύλλισε τις φωτογραφίες και αγόρασε τις 3, μου ζήτησε ευγενικά να της κάνω δώρο την τέταρτη. Της εξήγησα εξίσου ευγενικά ότι πραγματικά θα το ήθελα αλλά είναι κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται από τα αφεντικά, εκτός και αν τις πλήρωνα από την τσέπη μου. Λίγο πριν αποχωριστεί την φωτογραφία , αφού την κοίταξε σαν να ήθελε να τη θυμάται για πάντα, κάρφωσε δύο από τα πιο θλιμμένα μάτια που έχω δει ποτέ, στα δικά μου κ με ρώτησε

“αφού θα τις πετάξετε στα σκουπίδια σαν παλιόχαρτα, γιατί δεν μπορώ να την κρατήσω; Η έστω να την αγοράσω λίγο πιο φθηνά;”

Πάγωσα. Καλή μου γυναίκα, πώς να μπορέσω να σου εξηγήσω ότι δεν είναι στο χέρι μου; Ότι αν ήταν, θα τύπωνα μία μεγέθυνση της φωτογραφίας και θα σου τη χάριζα με όλη μου την καρδιά; Ότι θα τύπωνα μάλιστα μια και για μένα, γιατί έχω ήδη ερωτευθεί το πλάσμα που με κοίταξε έτσι, έστω και για ένα μόνο εξηκοστό του δευτερολέπτου; Και όμως έχεις δίκιο. Είμαι αναγκασμένος να την επιστρέψω, ώστε να μετρηθεί και αυτή μαζί με ένα μάτσο μεθυσμένων νταήδων και γυναικών που μοιάζουν με διαφήμιση φτηνών καλλυντικών έτσι ώστε τα αφεντικά να διαπιστώσουν ότι δεν τους έκλεψα κρύβοντας τους πωλήσεις ισχυριζόμενος ότι χάρισα φωτογραφίες. Στη συνέχεια οι ορδές των σκυλιών της νύκτας παρέα με το πιο υπέροχο πλάσμα που συνάντησα εδώ και καιρό, το σπλάχνο σου, θα πεταχτούν. Σαν παλιόχαρτα. Στα σκουπίδια. Κι εσύ όχι απλά το ξέρεις, αλλά τα αφεντικά ποντάρουν στο ότι το ξέρεις Γιατί αυτό κάνουμε εμείς εδώ. Δημιουργούμε κάτι που για σένα είναι πολύτιμο και το κουνάμε μπροστά στο πρόσωπό σου προκαλώντας σε να μας πληρώσεις, όχι πια για να το κρατήσεις (δε θα ήσουν τόσο θλιμμένη αν ήξερες ότι θα μπορούσε τουλάχιστον κάποιος άλλος να κρατήσει αυτή τη φωτογραφία και να της ρίχνει μια ματιά που και που, είμαι σίγουρος) αλλά για να το σώσεις από την καταστροφή.

Νέος στη δουλειά…Δεν βρήκα το κουράγιο να βοηθήσω ούτε τη μάνα, ούτε εμένα τον ίδιο, παρακούοντας τις οδηγίες που είχα. Έσκυψα το κεφάλι, γύρισα την πλάτη και με τα μάτια κολλημένα στη φωτογραφία που κράταγα στο χέρι μου, προχώρησα προς το επόμενο τραπέζι. Προσπαθούσα με τη σειρά μου να την κρατήσω μέσα μου για πάντα, γιατί όσο και να το ήθελα ούτε καν εγώ, ο “δημιουργός”, θα είχα την ευκαιρία να την ξαναδώ. Και το πικραμένο βλέμμα της μητέρας έκαιγε την σπονδυλική μου στήλη, και αδυνατούσα να θυμηθώ κάποια στιγμή που να είχα σιχαθεί περισσότερο τον εαυτό μου.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Πόσο πάει;


Η ώρα είναι 5:30 μμ. Κατηφορίζω στην Αγγελάκη η οποία είναι ήδη κλειστή και έχουν αρχίσει να γίνονται οι προετοιμασίες για την σημερινή πορεία. Στο αριστερό πεζοδρόμιο μετράω 7 αστυνομικά λεωφορεία. Στα δεξιά έχουν αρχίσει να μαζεύονται οι Αστυνομικές δυνάμεις. Άλλοι με μπλε και άλλοι με πράσινες στολές κάθονται στα πεζούλια ενώ μπροστά τους έχουνε ακουμπήσει τον εξοπλισμό. Κλείνω λίγο το οπτικό μου πεδίο και βλέπω πλέον μια σειρά από λευκά κράνη, γκλομπ, ασπίδες και αλεξίσφαιρα. Στο κέντρο του δρόμου αγκαλιασμένοι, χαμογελαστοί φοιτητές και φοιτήτριες πηγαίνουν προς το σημείο συγκέντρωσης για την έναρξη της πορείας. Προχωρώντας λίγο πιο κάτω, βλέπω άλλα 8 λεωφορεία και ήδη έχουν αρχίσει να μου φαίνονται πάρα πολλά για ένα οικοδομικό τετράγωνο. Στρίβω κάτω στην λεωφόρο Στρατού(όνομα και πράμα σήμερα) και βλέπω άλλα 25 πριν σταματήσω το μέτρημα....

Πιάστηκε η καρδιά μου, ανέβηκαν οι παλμοί μου, με έπιασε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Εικόνες από παλιότερες πορείες άρχισαν να ξαναπερνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου. Τι θα γίνει πάλι απόψε; Πόσα περιστατικά ωμής, εν ψυχρώ βίας θα έχουμε; Πόσες συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και δυνάμεων καταστολής; Μεταξύ ανθρώπων και ανθρώπων; Πόσους «ελαφρά τραυματισμένους» θα μετρήσουμε στο τέλος της βραδιάς; Πόσους βαριά; Πόσα κεφάλια ανθρώπων θα ανοίξουν σήμερα; Πόσα χτυπήματα από γκλομπ θα έχουν δεχθεί; Πόσοι αστυνομικοί θα πληρωθούν και πόσα σπίτια θα κλείσουν; Πόσοι ξύπνησαν σήμερα, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, με μικρές χαρές και μικρά προβλήματα σαν εμένα; Πόσοι δεν θα γυρίσουν το βράδυ σπίτι τους;Που θα ξυπνήσουν αύριο; Σε ποιό νοσοκομείο, σε ποιό κρατητήριο, σε ποια μονάδα εντατικής θεραπείας; Πόσες μητέρες θα κλάψουν; Πόσοι ερωτευμένοι θα δουν ότι πιο πολύτιμο έχουν στον κόσμο,τον άνθρωπό τους, αιμόφυρτο και δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα; Πόσοι άνθρωποι δεν θα λυπότανε ακόμα και ένα πληγωμένο γατάκι στο δρόμο; Γιατί δεν θα το σκεφτούν αυτό όταν θα κατεβάζουν το οπλισμένο χέρι τους πάνω σε ένα ακάλυπτο, ανθρώπινο κεφάλι;

Σήμερα θα μιλήσει ο πρωθυπουργός. Σήμερα θα μάθουμε τι μας επιφυλάσσει το αύριο. Σήμερα θα αντιδράσουμε σε αυτό. Κάποιοι θα τραυματιστούν, και κάποιοι θα πλουτίσουν. Και τα ερωτήματα αρχίζουν να με βομβαρδίζουν και πάλι. Πόσοι «δημοσιογράφοι» δεν θα αφήσουν ούτε για ένα δευτερόλεπτο την κάμερα βοηθώντας κάποια άτυχη κοπέλα που θα ποδοπατείται (η θα ξυλοκοπείται), για να εισπράξουν αύριο μία χοντρή επιταγή; Πόσοι γιατροί θα ζητήσουν φακελάκια για να την χειρουργήσουν μετά; Πόσο συνάλλαγμα θα αφήσουν τα άτυχα σημερινά θύματα σε αυτήν την πόλη; Πόσοι Αστυνομικοί θα ήθελαν να είναι από την άλλη πλευρά της πορείας αλλά δεν το κάνουν για να μην χάσουν την δουλεία τους; Πόσοι διαδηλωτές δεν θα ήθελαν να είναι στην πορεία, αλλά πρέπει να πρωτοστατήσουν για λόγους image; Πόσοι είναι «αληθινοί» και πόσοι είναι απλές πουτάνες, που ξεπουλιούνται παίζοντας αυτούς τους ρόλους σήμερα, για λίγα χρήματα ή για μια «δημόσια εικόνα» και λιγάκι δόξα; Για μία καλύτερη θέση στο Αστυνομικό σώμα ή στις φοιτητικές κομματικές παρατάξεις; Και ποιοι στην ουσία κρύβονται πίσω από τις συγκρούσεις που θα γίνουν; Απλοί πολίτες ή μήπως το γνωστό πεντάγωνο: γνωστοί/άγνωστοι-αστυνομία-εφοπλιστές-ΜΜΕ-πολιτικοί;

Γιατί συμβαίνουν κάθε φορά όλα αυτά; Για ποιες αξίες; Είναι ή δεν είναι η Ανθρώπινη Ζωή το μόνο πράγμα που έχουμε, το μόνο πράγμα που δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε, το μόνο πράγμα που αν χάσουμε, όλα τα άλλα παύουν να υπάρχουν; Είναι ή δεν είναι η Ανθρώπινη Ζωή η υπέρτατη αξία; Πόσο την κοστολογείτε; Πείτε μου. Θέλω να ξέρω πόσο πάει. Αλήθεια σας λέω. Αν μπορούμε έστω και να εξαγοράσουμε την ανθρωπιά σας, θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε. Τι σκατά και ΠΟΣΑ θέλετε να μαζέψουμε και να σας δώσουμε για να προσπαθήσετε να καταστρέψετε λίγες ζωές λιγότερες αυτή τη φορά;