Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Καλό ταξίδι


Θα σας πω μία ιστορία για τρεις ανθρώπους, δύο άνδρες και μία γυναίκα, που πρωταγωνιστούν σε μία ταινία καταστροφής. Εδω και πολλά χρόνια περιπλανούνται μόνοι τους μέσα στο χάος, ανάμεσα σε εκατοντάδες ζόμπι που τους κυκλώνουν ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιον επιζήσαντα. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης άλλων ατόμων που μπορούν ακόμη να θέλουν, να αισθάνονται και να σκέφτονται, αυτοί οι τρεις είχαν ξαναϊδωθεί στο παρελθόν. Μα καθώς ήταν περικυκλωμένοι από πλήθος ηλιθίων, δεν μπορούσαν με ασφάλεια να αναγνωρίσουν αν είχαν απέναντι τους έναν άνθρωπο ή ακόμη μία βλαμμένη βδέλλα που περίμενε να την πλησιάσουν για να γαντζωθεί επάνω τους. Έτσι είχαν προτιμήσει να μείνουν μακριά.

Όμως το φετινό καλοκαίρι κάτι άλλαξε. Διστακτικά στην αρχή, άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, και δεν άργησε να δημιουργηθεί μία απαράμιλλη χημεία μεταξύ τους. Ακoλούθησαν δυόμιση ονειρικές εβδομάδες, στιγματισμένες από στιγμές βαθειάς επικοινωνίας, χαράς αλλά και θλίψης καθώς ο καθένας, μέσω των υπόλοιπων, γνώριζε καλύτερα τον εαυτό του. Σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, οχυρωμένοι οι τρεις τους απέναντι στους καθυστερημένους κατοίκους του, ξαναβρήκανε την πίστη τους απέναντι στην φιλία. Μία πίστη που παλιά στηριζότανε στην αθωότητα, και είχε χαθεί μαζί της εδώ και πολλά χρόνια, τώρα επέστρεψε και χτίσθηκε από την αρχή. Πάνω σε πολύ δυνατότερα θεμέλια. Στα θεμέλια μίας εμπειρίας πρωτόγνωρης και για τους τρεις.

Αλλοίμονο, οι δυόμισι εβδομάδες περνούν πολύ γρήγορα. Και οι εν λόγω άνθρωποι είχαν πάρει αποφάσεις για την ζωή τους πολύ πριν ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο. Έτσι τώρα έμελε να χωρίσουνε οι δρόμοι τους, για να μην ξανασυναντηθούν ίσως ποτέ. Ένας θα έμενε στο νησί, η άλλη θα έφευγε για Αγγλία, ο τρίτος για την συμπρωτεύουσα. Με νύχια και με δόντια κατάφεραν να πάρουν τρεις ακόμη μέρες παράταση, μα πέρασαν κι αυτές και ήρθε το σημείο μηδέν: η μέρα που έπρεπε να φύγει ο πρώτος. Η αρχή του τέλους. Τις τελευταίες λίγες ώρες τους αποφάσισαν να τις περάσουν μαζί, και έτσι απλά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο οι δύο τσακώθηκαν. Και χώρισαν έτσι, μαλωμένοι, θυμωμένοι χωρίς κανείς τους να ξέρει γιατί. Ίσως να ήταν ευκολότερο έτσι. Η θλίψη και το βάρος του αποχωρισμού απαλύνονταν από τον θυμό. Μα δεν κράτησε κι αυτό πολύ. Δευτερόλεπτα μόνο μετά το τελικό αντίο, λίγες στιγμές μετά τον ήχο της πόρτας του αμαξιού που έκλεινε, συνειδητοποίησαν και οι δύο πόσα έχαναν αυτή την ώρα. Και τα βλέμματα μαλάκωσαν ξανά. Μα οι τελευταίες στιγμές που είχαν και οι τρεις είχαν χαθεί.

Λίγα λεπτά αργότερα, το ίδιο πλοίο που είχε φέρει στο νησί έναν άνθρωπο απελπισμένο, απογοητευμένο, έναν άνθρωπο που στα εικοσιτέσσερα του ζούσε μοναχά με αναμνήσεις, χωρίς καμία προσδοκία από το μέλλον, ετοιμαζότανε να τον πάρει πίσω. Μα τώρα έπαιρνε έναν άνθρωπο με νέες εικόνες, νέα όνειρα, πλημμυρισμένο από μία πρωτοφανή, γι αυτόν, αισιοδοξία. Έναν άνθρωπο που ενώ για χρόνια απαντούσε με ένα ξερό "σε τίποτα" όταν τον ρώταγαν σε τι πιστεύει, ήταν τώρα έτοιμος να πει: "στον άνθρωπο πιστευω". Το πλοίο φυσικά δεν παραξενεύτηκε από την αλλαγή. Δεν ήτανε αυτή η δουλειά του. Η δουλειά του ήταν απλά να σηματοδοτεί φυγές, τέλη και νέες αρχές. Και ήταν έτοιμο να την κάνει ακόμη μία φορά. Στην κουπαστή τώρα, δυο μάτια κοιτάζουν στο κενό. Σμιχτά φρύδια και σφιγμένα χείλη προσπαθούν να πνίξουν έναν κόμπο στο λαιμό. Ένας χείμαρρος από εικόνες των τελευταίων ημερών περνάει από το μυαλό του και ο κόμπος μεγαλώνει με κάθε σφύριγμα του πλοίου καθώς η τελευταία άγκυρα σηκώνεται. Η υγρασία στα μάτια και το σφίξιμο στα χείλη τραβούν την προσοχή μιας συνταξιδιώτισσας. «Δύσκολο πράγμα να φεύγεις» του λέει.

Όχι κούκλα μου, δεν είναι δύσκολο να φεύγεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ότι δεν θα ξαναγυρίσεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ό,τι όσο και να το θες, δεν θα έχεις πού να ξαναγυρίσεις, διότι όλα όσα έζησες, και άξιζαν κάτι, ορίστηκαν από τυχαίες συνθήκες που δεν υπάρχουν πια. Να χτίζεις με φροντίδα ένα μικρό καταφύγιο, έναν ορμίσκο, ένα απειροελάχιστο λιμανάκι μετά από τόσα χρόνια, και να βλέπεις τον χρόνο να στο γκρεμίζει με ατσαλένιους καταπέλτες μόλις αναγκάζεσαι να σηκώσεις τις άγκυρές σου για λίγο. Αυτό είναι το δύσκολο.

Μα τα μάτια παρέμειναν απλανή, και τα χείλη παρέμειναν σφιγμένα και το μόνο που βγήκε προς τα έξω ήταν ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού. Αυτή η στιγμή ανήκε μοναχά σε τρεις ανθρώπους. Σε τρεις μοναχικές μελαγχολικές σιωπές που, από τρία διαφορετικά πλέον μέρη, ενώνονταν κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο. Και κανένας, και καμία δεν θα έμπαινε ανάμεσα τους. Αυτές οι στιγμές σιωπής ήταν φόρος τιμής σε μία μαγεία που έσβηνε για πάντα.

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο πρώτος της παρέας κάνει στο ραδιόφωνο την πιο μελαγχολική εκπομπή της ζωής του, κοιτάζοντας μέσα από ένα ελάχιστο παραθυράκι ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Η δεύτερη ακούει την εκπομπή σιωπηλά στον κήπο της ανάμεσα στα δέντρα, ατενίζοντας τα φύλλα που στέγαζαν τις απογευματινές τους συναντήσεις. Ο τρίτος δεν έχει ράδιο, μα είναι σαν να ακούει και αυτός την εκπομπή. Στέλνει ένα μήνυμα στον πρώτο, ζητάει ένα αποχαιρετιστήριο κομμάτι, και με το βλέμμα στη θάλασσα γράφει αυτό εδώ το κείμενο. Καθένας τους λέει αντίο με τον δικό του τρόπο. Έξι βουρκωμένα μάτια, έχουν συνωμοτήσει και κάθε ζευγάρι είναι πλέον καρφωμένο στο ένα τρίτο από αυτά που μέχρι πριν από λίγο απολάμβαναν όλοι μαζί.

«Μην αλλάξεις ποτέ»

Έχω βαρεθεί να ακούω τέτοιες ευχές από ανθρώπους που ξέρω. Μα σε αυτή την παρέα δεν ειπώθηκε τίποτα παρόμοιο. Μην τολμήσετε να μην αλλάξετε, θέλω να τους φωνάξω εγώ. Εξελιχθείτε. Ωριμάστε, ανεβάστε τον πήχη των απαιτήσεών σας. Κυνηγήστε ακόμη ομορφότερες στιγμές με ακόμη ομορφότερους ανθρώπους. Μεταβιβάστε την μαγεία που ζήσατε και δημιουργήστε ακόμη μεγαλύτερη. Θέλω αν υπάρξει άλλη φορά που θα βρεθείτε οι τρεις σας να είστε τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Μόνο τα χαμόγελά σας θέλω να είναι τα ίδια.Μόνο οι αγκαλιές σας, οι ελπίδες και οι φλόγες στα μάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: