Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Ελεύθερος

Το καυτό αεράκι χτύπαγε το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν με ορμή. Άνοιξε τα χέρια του, να το αισθανθεί σε όλο του το κορμί. Έκλεισε τα μάτια του και την έφερε ξανά στο μυαλό του. Τα μεγάλα λαμπερά, εκφραστικά της μάτια, το πονηρό της βλέμμα, κι έπειτα τα χείλη της, τα χέρια της, τον τρόπο που μίλαγε και τον τρόπο που περπάταγε. Μα πιο έντονα από όλα θυμότανε τον τρόπο που γέλαγε. Σκέφτηκε τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, τις μέρες που σταμάταγαν να γελάνε μόνο για να ανταλλάξουν λόγια αγάπης. Τα φιλία τους. Άλλοτε σοβαρά, άλλοτε παθιασμένα. Άλλοτε μικρά πειράγματα και τσιμπηματάκια των χειλιών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γέλαγαν ακόμη και την ώρα που φιλιόταν. Ένα διαρκές παιχνίδι γεμάτο αθωότητα. Αυτό θυμόταν από τις πρώτες τους μέρες.

Το αεράκι άρχισε να δυναμώνει. Σκέφτηκε τους γονείς του. Τον τρόπο που είχαν αντιδράσει όταν έβλεπαν πόσο χρόνο της αφιέρωνε. Τις ανησυχίες τους, τις μεγάλες τους προσδοκίες από εκείνον. Και τους τρόπους με τους οποίους τους είχε απογοητεύσει. Μα αναίσθητος δεν ήταν. Και δεν υπήρχε βαρύτερο φορτίο από τη γνώση ότι οι άνθρωποι που τον αγαπούν είχαν πληγωθεί εξ αιτίας του. Δεν είχε τη δύναμη τότε να διορθώσει τα πράγματα και έτσι τους είχε εγκαταλείψει. Και χωρίς καν να το καταλάβει φόρτωσε το σφάλμα σ’ εκείνη. Οι απαιτήσεις που είχε, άρχισαν να αυξάνονται σε βαθμό παράλογο. Μαζί τους και η ζήλια.

Ο άνεμος τώρα ήταν ακόμη ισχυρότερος και είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Το πρόσωπό του πόναγε. Τα κλειστά του βλέφαρα έμοιαζαν αδύναμα να κρύψουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι πρώτοι τους καυγάδες, ο τρόπος με τον οποίον δεν σταματούσαν πλέον να πληγώνουν ο ένας τον άλλο, ήρθαν στην επιφάνεια. Τα γέλια είχαν δώσει τη θέση τους σε λυγμούς. Τα φιλία τους και οι αγκαλιές ήταν το τελευταίο καταφύγιο που είχε βρει η αγάπη τους. Μα κι αυτά δεν θα άντεχαν πολύ. Άρχισαν να γίνονται άδεια, απλές σαρκικές χειρονομίες. Προτού το καταλάβουν καν, η βαθιά ουσία του αγγίγματος είχε χαθεί. «Δεν αντέχω άλλο. Πνίγομαι.» του έλεγε. Μα ήταν πολύ αφοσιωμένος στη ζήλια του, για να την ακούσει.

Θύελλα άρχισε να σαρώνει το κορμί του. Έτρεμε. Ο αέρας παραμόρφωνε το πρόσωπό του όπως λίγα χρόνια πριν το είχε παραμορφώσει ο πόνος. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ, δεν θέλω να σε ξανακούσω. Αντίο». Οι τελευταίες λέξεις που του χε χαρίσει δεν έπαυαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του. Μετά από αυτές θυμόταν μόνο πόνο. Τόσο οδυνηρό, τόσο μεγάλο σε διάρκεια που είχε σχεδόν ξεχάσει πως είναι να μην πονάς. Να χαίρεσαι, να απολαμβάνεις.

Μα τώρα το θυμήθηκε ξανά. Περνώντας το κορμί του ο αέρας τα έπαιρνε όλα μακριά. Δεν τον ένοιαζε αν τον σκέφτονταν. Που να βρίσκεται; Ζει; Πέθανε; Παντρεύτηκε; Δεν είχε καμία σημασία πια. Ο πόνος είχε περάσει. Πρώτη φορά στη ζωή του αισθανότανε την λύτρωση. Πρώτη φορά τον κυρίευε αυτή η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Μόνος του παρέα με τον άνεμο, χωρίς τύψεις για το χθες, χωρίς προσδοκίες απ’ το αύριο. Ελεύθερος.

Δεν είχαν περάσει πάνω από πέντε δευτερόλεπτα και είχε ήδη διανύσει την απόσταση των εφτά ορόφων. Μα ήταν τα πέντε πιο γεμάτα δευτερόλεπτα μιας ολόκληρης ζωής. Η πρόσκρουση με το έδαφος τον σκότωσε ακαριαία. Τις επόμενες μέρες, ένα μονόστηλο σε κάποια τοπική εφημερίδα. Mια κηδεία, λίγες συζητήσεις από κάποιους που τον λυπήθηκαν. Και μετά ανήκε πλέον στο παρελθόν. Και ζήσανε οι υπόλοιποι καλά. Μα εκείνος είχε ζήσει έντονα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: