Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Writer's Block

Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες από την στιγμή που είχε καθίσει μπροστά στον υπολογιστή. Μα ακόμη δεν είχε γράψει τίποτα. Που και που ξεκίναγε κάποια πρόταση μα κάθε φορά που την διάβαζε τα χείλη του στράβωναν και λίγα δευτερόλεπτα μετά την είχε διαγράψει. Η αρχή είναι το δυσκολότερο κομμάτι έλεγαν. Μα για εκείνον δύσκολα ήταν όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αρχές κατάφερνε να κάνει στη ζωή του. Και μετά τα παράταγε. Ή τον παρατούσαν. Με μία μικρή ώθηση των ποδιών η καρέκλα περιστράφηκε και εκείνος βρέθηκε να αγναντεύει το δωμάτιο. Άδειο. Από τότε που τον είχε αφήσει δεν είχε πατήσει άνθρωπος εκεί μέσα. Από τότε που είχε φύγει, δεν είχε ξαναγράψει σελίδα.

Σηκώθηκε, περπάτησε αργά προς το ψυγείο, και άνοιξε ένα αναψυκτικό. Μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια πόλη που κοιμόταν, άρχισε να κατεβάζει αργές, μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Εδώ και πολύ καιρό είχε δεκάδες λόγους να βουρκώνει. Το ανθρακικό ήτανε απλά η αφορμή. Όταν χώριζαν οι γνωστοί του, του φαινόταν κάτι απλό, φυσιολογικό. Μα τώρα που είχε έρθει η σειρά του ζούσε μια τραγωδία. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και τον ακολουθεί ένα μεγάλο πένθος.

Το σπίτι έμοιαζε άδειο μα δεν ήταν. Ήταν στοιχειωμένο. Η παρουσία της ήταν διάχυτη παντού, τα πράγματά του ήταν και δικά της, φορτωμένα με αναμνήσεις, μιας χαμένης Εδέμ. Και τώρα κατοικούσε στο ίδιο μέρος, μα γύρω του είχε τύψεις, μελαγχολία, θλίψη και επιθυμίες που τον έκαιγαν σαν φωτιά. Εύχονταν να μπορούσε να ξεχάσει έτσι απλά, να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Η κόλαση δεν ήταν παρά το σύνολο των αναμνήσεων ενός απαγορευμένου, πλέον, παραδείσου, και το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν υπήρχανε λωτοί της λησμονιάς, και ο έρωτας με έρωτα δεν πέρναγε. Και ο χρόνος χωρίς έρωτα δεν κύλαγε. Και οι σελίδες δεν γέμιζαν γιατί τα μάτια της δεν θα τις διάβαζαν πια. Ήτανε στραμμένα σε κάποιον άλλον.

Τέρμα η προσπάθεια για σήμερα. Το άδειο κουτάκι βρήκε τη θέση του σε ένα σωρό από όμοια του, πεταμένα σε μία γωνιά για να του θυμίζουν πόσες νύχτες είχε αποτύχει να ξεχάσει. Έπεσε βαρύς πάνω στο κρεβάτι, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται στο μισό. Κούρνιαζε τώρα στην δική της πλευρά, ενώ η δικιά του έμενε άδεια, κρύα. Μερικές φορές προσπαθούσε να την φέρει πίσω, να πείσει τον εαυτό του ότι μπορούσε ακόμη να μυρίσει το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι. Άλλες πάλι προσποιούταν ότι ήταν εκείνη που είχε μείνει πίσω. Ότι ήταν αυτός που την είχε παρατήσει. Ανόητα, μάταια τεχνάσματα, ακριβώς σαν την παράλογη αγάπη που πενθούσε εδώ και τόσο καιρό.

Η άρμη των δακρύων, ενώθηκε με την γλυκιά γεύση που είχε αφήσει πίσω του το αναψυκτικό και σε λίγο παραδόθηκε ολόκληρος στην δίνη των ονείρων. Αύριο θα ξεκίναγε μία νέα μέρα. Θα ήτανε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μα το μισό κρεβάτι θα ήταν ακόμα άδειο, και τα κουτάκια θα ήταν ακόμη στη γωνιά. Το σπίτι θα ήτανε ακόμη στοιχειωμένο. Και η σελίδα θα παρέμενε κενή…

Δεν υπάρχουν σχόλια: