Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Πρωινός Καφές


Ο καφές, αχνιστός ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Κάθισε στον καναπέ, και αγκάλιασε την κούπα με την παλάμη του. Η θερμότητά της του μετέφερε ένα ευχάριστο ρίγος κατά μήκος του χεριού καταλήγοντας στην σπονδυλική του στήλη. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το νέο του πακέτο και έκλεισε τα μάτια καθώς το άναβε. Ο ήχος του χαρτιού που σιγοκαίγεται στις πρώτες ρουφηξιές, ακολουθούμενος από την γλυκιά καλημέρα της νικοτίνης προστέθηκαν στις απολαύσεις του Κυριακάτικου πρωινού. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό γραφειάκι, κάθονταν εκείνη. Μπροστά σε έναν παλιό υπολογιστή, έπινε μία γουλιά καφέ και άναβε με τη σειρά της το πρώτο πρωινό τσιγάρο.

Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην οθόνη, καθώς τα δάχτυλα χτυπούσαν γρήγορα και ρυθμικά, χαρούμενα και ταυτόχρονα αποφασιστικά θα μπορούσες να πεις, πάνω σε ένα παλιό ταλαιπωρημένο πληκτρολόγιο. Είχε ακούσει πάρα πολλούς ανθρώπους να πληκτρολογούν, μα ο δικός της ήχος είχε κάτι πρωτόγνωρο. Θα τον αναγνώριζε παντού ακόμη και με κλειστά τα μάτια. Τον μάγευε αυτό το ρυθμικό κλικ κλακ που ακούγονταν καθώς έβλεπε τα χέρια της να κινούνται επιδέξια και αδιάκοπα πάνω στα πλήκτρα. Όπως τον μάγευαν τα μεγάλα μαύρα μάτια της, προσηλωμένα στην μέχρι πριν από λίγο λευκή σελίδα, ελαφρά γουρλωμένα, σαν έκπληκτα. Έβλεπε μια στιγμιαία λάμψη μέσα τους κάθε φορά που της ερχότανε κάποια καλή ιδέα για την επόμενη φράση της. Και έτσι, φράση - φράση, λιθαράκι – λιθαράκι, θα έχτιζε ένα ακόμη από τα κείμενά της. Αδημονούσε να το διαβάσει κι αυτό, να κλείσει άλλο ένα κομμάτι της μέσα του.

Πάνω που σκέφτονταν πόσο πολύ του άρεσε να μπορεί να την παρατηρεί ενώ έγραφε, ο ήχος των πλήκτρων έγινε ταχύτερος και λιγάκι αργότερα σταμάτησε. Το πρόσωπό της φωτίζονταν από ένα χαμόγελο. Ακολούθησαν κάποια απαλά κλικ από το ποντίκι. Ελάχιστα λεπτά αργότερα το νέο της ποστ θα ήταν δημοσιευμένο στο blog της. Τον πλησίασε χαμογελαστή και ένα απαλό φιλί προσγειώθηκε στα χείλη του. Θα κατέβαινε να φέρει εφημερίδες για να διαβάσουν παρέα. Θα κάθονταν όπως κάθε Κυριακή, αγκαλιά στον καναπέ, διαβάζοντας ο καθένας την δική του, συναγωνιζόμενοι ποιος θα βρει τα ομορφότερα άρθρα να διαβάσει στον άλλο. Του άρεσε να της μαθαίνει πράγματα που ανακάλυψε, όσο και το να μαθαίνει από αυτήν. Μια διαρκής αλληλεπίδραση σε όλους τους τομείς. Της μίλαγε για τον εγκέφαλο και την άκουγε να του μιλάει για την συγγραφή. Την ενημέρωνε ότι την αγαπούσε για να πληροφορηθεί λίγο αργότερα ότι εκείνη τον λάτρευε. Κάπως έτσι. Σαν δυο μπόμπιρες που ανακάλυπταν τον κόσμο μαζί. Σαν έρωτας.

Η πόρτα έκλεισε. Πήρε την κούπα του και ένα νέο τσιγάρο και όρμισε στον υπολογιστή. Τι να έγραφε άραγε τόση ώρα; Άναψε το τσιγάρο, άνοιξε τον browser.Ήπιε μια γουλιά καφέ, η σελίδα φόρτωσε. Μια τζούρα, μία βαθειά ανάσα, κάτι από αγωνία οι σφυγμοί ελαφρά ανεβασμένοι και το διάβασμα αρχίζει.


ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ

Μόλις ξύπνησες μικρέ μου τεμπελάκο. Δε θυμάμαι αν στο έχω πει αλλά τρελαίνομαι να σε παρακολουθώ. Έχεις ακόμη αυτό το αγουροξυπνημένο βλέμμα και μια μικρή τσίμπλα στο μάτι. Πόσο αστεία περπατάς όταν είσαι νυσταγμένος! Μα να ‘σαι βγαίνεις επιτέλους από το μπάνιο και μου χαμογελάς. Μόλις μου έδωσες ένα φιλάκι στο μάγουλο. Καλημέρα, μου ψιθύρισες μα απάντηση δεν πήρες. Είμαι βλέπεις αφοσιομένη σε αυτό το ποστάκι που πάω στοίχημα ότι καίγεσαι να μάθεις τι λέει. Κι όμως χαμογελάς κατεργάρη. Ξέρεις ότι την καλημέρα μου στην γράφω εδώ.

Ανάβεις το πρώτο τσιγάρο και ζηλεύω την έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό σου. Θα ανάψω ένα κι εγώ. Να, για να μάθεις! Με παρατηρείς εδώ και ώρα και νομίζεις ότι δεν το έχω καταλάβει, αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι κι εγώ με τη σειρά μου όλο κλεφτές ματιές σου ρίχνω. Ποιόν μαγικό συγγραφέα διαβάζεις πάλι; Τι ομορφιές περνούν από το κεφάλι σου; Γιατί μου χαμογέλασες τώρα; Σκέφτηκες κάτι ή ήταν απλά για να μου κλέψεις το χαμόγελο που δεν κατάφερα να μην σου ανταποδώσω; Μίλα καθαρματάκι μου, ξέρασέ τα όλα. Γιατί μπήκες έτσι στη ζωή μου και άρχισες να κλέβεις αγκαλιές, χαμόγελα και υποσχέσεις αγάπης; Από πού αντλείς την ευτυχία που μου χαρίζεις τόσο απλόχερα; Δε λυγίζεις εύκολα λοιπόν έ; Τίποτα δεν θα μου πεις. Καλά λοιπόν, ακλόνητη κι εγώ συνεχίζω το γράψιμο. Δε σε γράφω μα σου γράφω καρδούλα μου γιατί η παρουσία σου με κάνει να θέλω να φωνάξω. Κάθεσαι εκεί στον καναπέ, μυστηριώδης, και με παρατηρείς με ύφος παιδιού, σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά.

Ξέρεις άραγε πόσο με τρελαίνει να με παρατηρείς ενώ γράφω; Να σε παρατηρώ ενώ διαβάζεις; Πόσο μαγικό είναι να έχεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο και κάνοντας διαφορετικά πράγματα, να διατηρείται η αίσθηση ότι περνάτε το πρωινό σας μαζί! Αυτή η μυστήρια αίσθηση συντροφικότητας κάτι τέτοιες χειμωνιάτικες μέρες με σαγηνεύει όσο τίποτε άλλο. Ζεις την ζωή σου δίπλα σε έναν άνθρωπο που ζει την δική του, δεν παρεμβαίνεις, μήτε κι αυτός. Μα όταν θες να ξαποστάσεις, κάνεις μια παύση, κοιτάς και εμπνέεσαι από τις ομορφιές που δημιουργεί ο άλλος δίπλα σου, από την απλότητα μέσα στην οποία βρίσκει την χαρά της ύπαρξης. Κι έτσι μοιραία, γίνεται ο ένας μούσα του άλλου. και τα κομμάτια του χαρακτήρα και της ζωής σας αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να συνεχίσουν την περιστροφή τους ενωμένα, δημιουργώντας μία θαυμαστή ελικοειδή σπείρα. Σαν τις χρωμοσωμικές αλυσίδες του DNA. Σαν την πεμπτουσία της ζωής. Σαν έρωτας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: