Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Καληνύχτα

Εδώ και κάποια ώρα είχε αποκοιμηθεί δίπλα του. Εκείνος, ξαπλωμένος στο πλάι με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο, δε χόρταινε να την κοιτάζει.

Ήταν αρκετά μικροκαμωμένη, λεπτή με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1.60. Ειδικά τώρα, την ώρα του ύπνου, που ανάσαινε γαλήνια, έμοιαζε απροστάτευτή, μικροσκοπική. Και όμως ήταν το πιο δυναμικό άτομο που είχε γνωρίσει εδώ και καιρό. Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο πλάσμα να κρύβεται τέτοια δύναμη; Τόση ομορφιά; Τέτοια μαγεία; Δεν μπορούσε να καταλάβει και αυτό τον σαγήνευε. Πιο δυναμική από τους περισσότερους άνδρες, πιο ευαίσθητη από τους περισσότερους ανθρώπους. Ασύστολα ρομαντική και ταυτόχρονα επικίνδυνα ρεαλίστρια. Ωριμότητα πενηντάρας και αθωότητα πεντάχρονου κοριτσιού. Έτσι ήταν. Γεμάτη αντιφάσεις, μια γυναίκα με δεκάδες πρόσωπα, το καθένα με μία δική του ξεχωριστή ομορφιά. Κι αυτός, δίπλα της, κάθε μέρα αντιμέτωπος με ένα νέο μυστήριο, μέσα στο οποίο δε χόρταινε να μπαίνει, να χάνεται, να αφομοιώνεται, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά την αγάπη, που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος για έναν άλλο.

Έσκυψε πάνω από το πρόσωπό της και άρχισε να το γεμίζει με μικρά, απαλά φιλιά. Ένα στο μέτωπο, για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι της προκαλώντας τον να τα ανακαλύψει. Ένα στην κορυφή της μύτης για τον τρόπο με τον οποίο την σούφρωνε ανταποκρινόμενη στα πειράγματά του. Στα ζυγωματικά. Για το χρώμα που έπαιρναν όταν γέλαγε με την ψυχή της. Με ακόμη περισσότερη προσοχή και γλύκα από πριν φίλησε την μοναδική ρυτίδα που αχνοφαίνονταν, λίγο αριστερά από την άκρη των χειλιών της. Γιατί μαρτυρούσε τα δεκάδες στραβά, πονηρά χαμογελάκια που είχαν φωτίσει το πρόσωπό της. Το σαγόνι της το φίλησε για τον τρόπο με τον οποίο το κρέμαγε ,δήθεν ξαφνιασμένα, κάθε φορά που την πείραζε κάποιο από τα σχόλια του. Και κατέληξε σε ένα μικρό φιλί στα κλειστά της χείλη, γιατί σήμερα είχε αποκοιμηθεί πρώτη. Και του έλειψαν οι μελωδίες που έβγαιναν από αυτά τις βραδιές που τον νανούριζε στην αγκαλιά της.

Θυμήθηκε ένα παιχνίδι που έπαιζαν. Όταν ο ένας κοιμόταν, ο άλλος έσκυβε και του ψιθύριζε τα μυστικά του, στο αυτί. Για να τα μαθαίνει χωρίς να το ξέρει, έλεγαν. Δεν άκουσα τι της είπε, μα αυτή χαμογέλασε λιγάκι, του γύρισε την πλάτη και κόλλησε επάνω του. Κι εκείνος, ξέροντας πως μόλις είχε μπει στο όνειρό της, την αγκάλιασε κολλώντας ολόκληρο το κορμί του πάνω στο δικό της. Να την αισθάνεται όσο πιο κοντά του γίνεται. Πήρε στο χέρι του το χέρι που έγραφε τα ομορφότερα ποιήματα που είχε διαβάσει. Ποιήματα για εκείνον μόνο. Ακούμπησε το πρόσωπο του στο σβέρκο της και αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είχε στην αγκαλιά του εκατοντάδες λόγους να θέλει να ξυπνήσει την επόμενη μέρα.

3 σχόλια:

Jane E. είπε...

Δεν άκουσα τι της είπε, μα αυτή χαμογέλασε λιγάκι, του γύρισε την πλάτη και κόλλησε επάνω του.

Δεν άκουσα ή δεν άκουσε;

Γείτων είπε...

Δεν άκουσα - εγώ ο αφηγητής. Εκείνη είμαι βέβαιος ότι το άκουσε κι ας μην το έμαθε ποτέ της.

Καλημέρα Τζενάκι :)

Jane E. είπε...

Yes!

(Αυτό ήθελα :p απλά φοβόμουν το τυπογραφικό)