Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Κατερίνα


Το αμάξι άρχισε σταδιακά να κόβει ταχύτητα μέχρι που ακινητοποιήθηκε εντελώς. Λίγο μπροστά του, στη μέση του δρόμου ήταν ξαπλωμένο ένα γατάκι. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 2 μηνών, πανέμορφο και κατάμαυρο με μεγάλα εκφραστικά μάτια, έμοιαζε να απολαμβάνει ευτυχισμένο τον ήλιο του πρωινού . Ο οδηγός, γύρω στα τριάντα, φαίνονταν εξαιρετικά βιαστικός. Μάλλον πήγαινε στη δουλειά. Μαρσάρισε δύο τρείς φορές μα το γατάκι καθότανε και κοίταζε το αυτοκίνητο ατάραχο.

Η πίεση πάνω στο φρένο μειώθηκε και το αυτοκίνητο άρχισε να τσουλάει στην κατηφόρα. Το γατάκι άρχισε να χάνεται κάτω από τον προφυλακτήρα και στη συνέχεια το κατάπιε ο τεράστιος όγκος του αμαξιού. Το αμάξι συνέχισε να κατηφορίζει και το γατάκι συνέχισε να παραμένει ακίνητο, μα κάπου στο ενδιάμεσο τρόμαξε και προσπάθησε να τρέξει προς τα δεξιά. Η ρόδα, γιγαντιαία σε μέγεθος μπροστά στο άμοιρο πλασματάκι, το πέτυχε, το αιχμαλώτισε πάνω στην άσφαλτο και περισσότερα απο εφτακόσια κιλά πέρασαν απο πάνω του. Οι αναρτήσεις και η αναισθησία του νέου έκαναν καλά την δουλειά τους και έτσι συνέχισαν την πορεία τους παρέα, με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα δείχνοντας να μην έχουν καταλάβει τι είχε συμβεί.

Πίσω στην κρύα άσφαλτο ένα γατάκι κυλιότανε, σφαδάζοντας από τους πόνους καθώς αργοπέθαινε, πριν καν αρχίσει να γνωρίζει την ζωή. Στην γωνία του πεζοδρομίου αυτή η σκηνή αποθανατίζονταν. Καταγράφονταν στο μυαλό ενός αυτόπτη μάρτυρα, στα τρομαγμένα μάτια ενός κοριτσιού μόλις εφτά χρόνων, που δεν τολμούσε να πλησιάσει το γατάκι. Σαστισμένη, ακινητοποιημένη απο τον φόβο, συνέχισε να το κοιτάζει να αργοσβήνει, αδυνατώντας να καταλάβει την σκληρότητα του ανθρώπου που μόλις είχε καταστρέψει μία ζωή. Δύο μάτια έσβηναν. Δύο μάτια συνέχιζαν να κατηφορίζουν αδιαφορώντας. Και δύο μάτια θα έμεναν στιγματισμένα για πάντα.

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Κατερινούλα μεγάλωσε και άλλαξε πολύ. Από εκείνη, τη μακρινή, ειρωνικά ηλιόλουστη μέρα όμως της είχε μείνει μία ασυνηθιστη ευαισθησία για τη ζωή. Αθεράπευτα ρομαντική, οδηγούσε χαμένη στις σκέψεις της όπως συνήθιζε, όταν στο κέντρο της λεοφόρου είδε την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Ένα κατάμαυρο γατάκι ήταν ξαπλωμένο τεμπέλικα στο μέσον της λωρίδας. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει εύκολα, αλλάζοντας λωρίδα, μα είχε δει, και δεν είχε ξεχάσει, τι καταστροφή μπορούσε να προκαλέσει η αδιαφορία των ανθρώπων. Άναψε τα αλάρμ και έκοψε ταχύτητα. Το αμάξι πλησίασε το γατάκι προσεκτικά και όταν η Κατερίνα είδε ότι ο μαύρος μπόμπιρας δεν είχε καμία πρόθεσε να σηκωθεί, σταμάτησε εντελώς και βγήκε έξω.

Πλησίασε προσεκτικά, για να μην το τρομάξει, έσκυψε από πάνω του και το χάιδεψε. Το πήρε στην αγκαλιά της, και αυτό έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και άρχισε να γουργουρίζει ευτυχισμένο, ανταποκρινόμενο στα χάδια της. Με μία γρήγορη ματιά διαπίστωσε ότι δεν ήταν πληγωμένο πουθενά και χαμογέλασε.

«Γεία σου, είμαι η Κατερίνα» του είπε χαρούμενα. Έσκυψε στο κοντά στο κεφάλι του και πολύ πολύ σιγά του ψιθύρισε:
«Έισαι ένα πανέμορφο και πολύ τυχερό γατάκι. Θα ζήσεις μία μεγάλη ζωή και θα φέρεις καινούρια ζωή στον κόσμο. Πρέπει όμως να μάθεις να είσαι λιγάκι πιό προσεκτικό.» Και με το υπέροχο αυτό πλασματάκι να γουργουρίζει και να τεντώνεται στην αγκαλιά της, προχώρησε προς το πεζοδρόμιο.

Το Κατερινάκι δεν πρόλαβε να δει τι το χτύπησε. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί για ποιό λόγο ο μοτοσυκλετιστής είχε επιλέξει να περάσει ένα σταματημένο αυτοκίνητο από τα δεξιά. Όλα γύρω της θόλωσαν αστραπιαία. Οι ήχοι της λεοφόρου άρχισαν να ακούγονται τρομερά μακρινοί. Λένε ότι καθώς ξεψυχούν οι άνθρωποι, όλη τους η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια τους. Μα το μόνο που πρόλαβε να δεί η Κατερινούλα ήταν ένα μαύρο γατάκι να τρέχει τρομαγμένο προς το πεζοδρόμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: