
Από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από το blogspot στο wordpress
Στο εξής θα με βρίσκετε
εδώ
Τα σημεια των επιλογων
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ
Έτρεχε για ακόμη μια φορά κυνηγημένος από τον χρόνο που δεν έλεγε να σταματήσει να κυλάει.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ
Μια ωρολογιακή βόμβα είχε οπλιστεί μέσα στο κεφάλι του.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ
Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, είναι ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Ένα δευτερόλεπτο που ίσως θα έπρεπε να έχει αξιοποιήσει διαφορετικά.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Γνωρίστηκαν παλιά μα ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο χρόνια αργότερα, τυχαία ένα βράδυ. Ήταν υπέροχοι μαζί. Το είδαν και οι δύο κατευθείαν. Μία ζωή έψαχναν ο ένας τον άλλο και τώρα επιτέλους είχαν βρεθεί Μα αυτοί οι τόσο ίδιοι άνθρωποι, ήταν καταραμένοι να μην ευτυχίσουν. Ζούσανε σε διαφορετικούς κόσμους Έμεναν τόσο μακριά που οι περισσότεροι δε θα το σκέφτονταν καν. Και όμως εκείνη πήρε την απόφαση να ανέβει να τον δει. Για μία και μοναδική φορά. Μετά, έτσι απλά, θα έφευγε. Τρεις μέρες θα καθότανε. Άντε. Πήρε και άλλη μία μέρα παράταση. Τέσσερις.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Τέσσερις μέρες Τι να προλάβει να πει και τι να προφτάσει να κάνει. Πόσο βαθεία να μπει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου; Πόσο διάπλατα να της ανοίξει την καρδιά του; Του άρεσε να προχωράει αργά μα τώρα αυτά ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τέσσερις μέρες. Πάρτε τες και φροντίστε να χωρέσετε μέσα μια ολόκληρη ζωή.
Μιλήστε, εκφραστείτε, επικοινωνήστε, διασκεδάστε, βγείτε για ποτό, καθίστε μέσα οι δυο σας, ερωτευτήκατε; Φιληθείτε, ζήστε το μεγαλείο της αγκαλιάς, κάντε έρωτα. Πώς είπατε; Η πρώτη φορά ήταν αγχωμένη και αμήχανη και δεν προλάβατε να δείξετε ο ένας στον άλλο τι αισθάνεστε; Κρίμα. Δεν έχετε χρόνο για δεύτερη...
Τώρα πρέπει να αγαπηθείτε, και μετά να βγάλετε από μέσα σας τα πιο όμορφα παραμύθια. Ανοίξτε τα χείλη, που τόσο γλυκά φίλησε πριν από λίγο, για να ψιθυρίσετε τα παραμύθια σας στα αυτιά της και μετά ανοίξτε διάπλατα τα μάτια σας για να απολαύσετε το χαμόγελο που θα σας χαρίσει. Μα πριν προλάβετε να ανοίξετε τα βλέφαρά σας για να την κοιτάξετε θα τα έχει ήδη φιλήσει πικρά, το ένα μετά το άλλο. Και αυτό σημαίνει χωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες πέρασαν.
Αυτό σημαίνει τέλος.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Τέσσερις μέρες. Πέρασαν και δεν είχαν προλάβει να αρχίσουν καν. Οι ομορφότερες πρώτες μέρες που είχε ζήσει έμελλε να είναι ταυτόχρονα οι ομορφότερες τελευταίες. Αμέτρητες εμπειρίες, χαρά γέλια, ευτυχία. Τα πάντα ήταν υπέροχα. Για τέσσερις μέρες χάθηκε από τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες ο κόσμος του έγινε αυτή. Μα οι ώρες περνούν σαν σφαίρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Γρήγορα, αμείλικτα και κάθε μία αφήνει πίσω της μια ουλή που δεν φεύγει ποτέ. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκέφτονταν ότι ο κόσμος ονόμαζε αυτές τις ουλές αναμνήσεις. Όλοι είναι σημαδεμένοι με άπειρες από αυτές, μα μερικές είναι τόσο δυνατές που σου αλλάζουν τη ζωή. Και οι δικές τους είχανε πλέον αλλάξει. Μα τώρα πάνω από τα κεφάλια τους, υπήρχε μία επιβλητική ταμπέλα. ΟΣΕ. Και το τρένο θα εγκατέλειπε το σταθμό σε λίγο. Μαζί με τον κόσμο του. Κάπου βαθεία μέσα του ήθελε να ελπίζει ότι θα ξαναερχότανε να τον δει. Ότι θα μπορούσαν να είναι κανονικά μαζί σαν να μην υπήρχαν τα καταραμένα χιλιόμετρα. Ότι θα ξαναμηδενιζόταν το καταραμένο to χρονόμετρο
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Τα ψηφία του ρολογιού στο σταθμό είναι κόκκινα. Αίμα.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος. Τούτο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
12.39
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.
Αντίο.
Τον τελευταίο καιρό οι περισσότεροι φοιτητές, έχουμε μπει σε μία λίγο πολύ γνωστή διαδικασία. Των εξετάσεων. Είμαστε μέρα νύχτα σκυμμένοι πάνω από συγγράματα, αφού τουλάχιστον οι μισοί από μας θέλουν να περάσουν κάποια μαθήματα. Κάποιοι άλλοι μπορεί μεν να αδιαφορούν προσωπικά, αλλά πιέζονται από διάφορους παράγοντες (ποιος σας είπε να συνεχίσετε να μένετε με τη μαμά και τον μπαμπά μετά τα 18, ε; Καλά να πάθετε τώρα!). Οι υπόλοιποι όμως; Αυτοί που ούτε πολυβιάζονται να τελειώσουν, ούτε έχουν διαρκώς κάποιον πάνω από το κεφάλι τους, γιατί έχουν διαρκώς το διάβασμα στο μυαλό τους αυτές τις μέρες;
Πιστεύω πως η απάντηση είναι απλή. Έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας μέχρι στιγμής, δίνοντας εξετάσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έχουμε μάθει να μοιράζουμε τον χρόνο μας σε μήνες χαλάρωσης και μήνες διαβάσματος. Κάθε φορά λοιπόν που πλησιάζει μια τέτοια περίοδος μας πιάνει το γνωστό άγχος της γνώσης. Όταν όλος σου ο κύκλος διαβάζει, μαθαίνει, μορφώνεται τουλάχιστον τρεις μήνες το χρόνο, εσύ δεν μπορείς να τους περνάς σαν να μην τρέχει τίποτα. Σε πιάνει το στρες, έρχονται καπάκι και οι τύψεις, και τίποτε απ’ όσα κάνεις δεν μοιάζει σωστό, εαν δε σχετίζεται με το διάβασμα.
Ένα παρόμοιο άγχος με έπιασε κι εμένα αυτές τις μέρες και έπεσα με τα μούτρα στην αναζήτηση νέων γνώσεων. Δίνω το πρώτο μου μάθημα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, και το δεύτερο, επίσης σε λιγότερο από μία εβδομάδα.
Το πρόβλημα είναι ότι εγώ σπουδάζω ψυχολογία. Όσοι γνωρίζουν σχετικά με το αντικείμενο θα ξέρουν ότι πρόκειται για μία σχετικά καινούρια επιστήμη με μόλις 120 χρόνια επίσημης ζωής. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ο μικρός όγκος πληροφοριών που έχει συλλεχθεί γι αυτό το αντικείμενο. Έτσι ένας νορμάλ άνθρωπος ο οποίος θα παρακολουθήσει το πρώτο εξάμηνο της συγκεκριμένης σχολής, και θα εμβαθύνει και κάπως στις επιφανειακές γνώσεις που του προσφέρει το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, σύντομα θα διαπιστώσει πως στα επόμενα εξάμηνα το μόνο που γίνεται είναι ανακύκλωση και και αναμάσημα των πραγμάτων που ήδη έμαθε. Με λίγα λόγια, η συνολική διδακτέα ύλη που θα έπρεπε κάποιος να γνωρίζει για να αποφοιτήσει, διδάσκεται άνετα μέσα σε ένα εξάμηνο, ενώ έχει τραβηχτεί από τα μαλλία (από διάφορους ιθύνοντες), για να καλύψει τέσσερα πανεπιστημιακά έτη. Έτσι, όσο και να το θέλω –μιας και δεν είμαι άνθρωπος που αντέχει να ξαναδιαβάζει τα ίδια πράγματα γραμμένα από διαφορετικούς καραγκιόζηδες -δεν έχω την επιλογή να διαβάσω τα μοσχομυριστά συγγράματα που μας μοίρασαν πριν από λίγες μέρες. Μην έχοντας λοιπόν πολλές επιλογές, έστρεψα την δίψα μου για γνώση στο γνωστό σε όλους μας διαδίκτυο. Έτσι κι αλλιώς είμαι συνηθισμένος σε αυτό, μιας και το κάνω σε κάθε εξεταστική από το δεύτερο εξάμηνο και τώρα βρίσκομαι αισίως στο έκτο.
Επιλέγω, που λέτε, κάθε φορά ένα διαφορετικό τομέα επιμόρφωσης. Στην εξεταστική του Ιανουαρίου, διάβαζα κυρίως θέματα που αφορούσαν στο μοντάζ και την σκηνοθεσία, ενώ τον προηγούμενο Σεπτέμβρη ασχολούμουν με τα ντοκυμαντέρ. Σειρά τώρα έχει η συγγραφή και πιο συγγεκριμένα η σεναριογραφία. Με χαρά ανακάλυψα το μπλογκ του σεναριογράφου του «Μπαμπούλας ΑΕ», το οποίο έχει μέσα πάρα πολλές πληροφορίες πάνω στον τομέα, γραμμένες με προσοχή, λεπτομέρεια και απλότητα. Αφού πέρασα αρκετές ευχάριστες μέρες ξεκοκαλίζοντάς το, άρχισα να ακολουθώ τους διάφορους συνδέσμους, και κλικ στο κλικ βγήκα στην ιστοσελίδα του γνωστού σε όλους μας WGA (Writers Guild Association). Εκεί έμεινα πραγματικά έκπληκτος με την προσοχή που έχουνε δώσει στο site αλλά και τον όγκο πληροφοριών που περιέχει. Από το πώς μπορεί ένας σεναριογράφος να γίνει μέλος της ένωσης, μέχρι συμβουλές για την σύναψη συμβολαίου με τις εταιρίες παραγωγής και την κατοχύρωση των πνευματικών του δικαιωμάτων, συνεντεύξεις από τους «γκουρού» του είδους και άπειρα άλλα καλούδια.
Αυτό που πραγματικά με άφησε άναυδο ήταν ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ιστοσελίδας το οποίο λέγεται Ask the expert (Ρωτήστε τον ειδικό). Πρόκειται για μία λίστα διευθύνσεων (τόσο κανονικών όσο και ηλεκτρονικών) αλλά και τηλεφώνων στις οποίες ο συγγραφέας που θέλει να γράψει για κάποιο θέμα μπορεί να απευθυνθεί, και να ρωτήσει -χωρίς καμία χρέωση -τους ειδικούς για οτιδήποτε θέλει να μάθει. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι υπάρχουν τηλέφωνα στα οποία μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για θέματα απλά και καθημερινά (όπως ιατρικά, οδοντιατρικά, νοσηλευτικά), όσο και για τομείς που μοιάζουν πολύ πιο απρόσιτοι στον πραγματικό κόσμο (όπως η αμερικάνικη πολεμική αεροπορία, οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από την έρευνα του εγκεφάλου, η αεροναυπηγική, η Ανταρκτική). Το αποκορύφωμα όλου αυτού είναι ότι μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη και με υπέυθυνους από υπηρεσίες που έχουμε δει μόνο σε ταινίες (και στο Wikipedia), οι οποίοι είναι πρόθυμοι να μας δώσουν πληροφορίες που θα βοηθήσουν το συγγραφικό μας έργο, όπως το FBI (Federal Bureau of Investigation) και η NSA (National Security Agency).
Το μαγικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο το εύρος των πραγμάτων που μπορεί να ερευνήσει κανείς, όσο και ο τρόπος με τον οποίο προσφέρεται η γνώση. Όπως και να το κάνουμε άλλο πράγμα να διαβάζεις για κάτι σε ένα βιβλίο, στην Βικιπαιδεία, η στο διαδίκτυο, και άλλο να μιλάς απευθείας με κάποιον που κατέχει το αντικείμενο το οποίο σε ενδιαφέρει.
Η αλήθεια είναι ότι η εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης, μπορεί να ήρθε μόλις λίγα χρόνια πριν αλλά έχει κιόλας, σχεδόν περάσει. Μπαίνουμε σε καιρούς όπου αυτό που πραγματικά μετράει είναι μεν η εμβάνθυνση του ατόμου σε έναν τομέα, αλλά μόνο όταν συμπληρώνεται από γνώσεις πάνω σε πολλούς άλλους. Ήμουν ανέκαθεν οπαδός -όχι κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας αλλά της διεπιστημονικότητας. Σιχαίνομαι τους «κομπιουτεράδες» που δεν έχουν ιδέα από τέχνες σχεδόν όσο σιχαίνομαι τους «καλλιτέχνες» που δεν έχουν ιδέα από υπολογιστές. Η γνώση πάνω σε οποιονδήποτε τομέα, είναι στις μέρες μας πιο προσιτή από ποτέ. Ξεμπερδέψτε πρώτα με τις εξετάσεις σας, και μετά περάστε μια βολτίτσα από κάποια παραλία κάποιου νέου πεδίου που σας ιντριγκάρει αλλά δεν το κατέχετε μέχρι σήμερα. Η θάλασσα θα σας φανεί πολύ πιο όμορφη και δροσερή εκεί.
Ώρα: Επτά το απόγευμα
Τοποθεσία: Βγαίνουμε από την κάμαρα του φοιτητή και μεταφέρουμε την έρευνά μας στην Καμάρα!
Ερώτημα: Είναι πολλοί, είναι καλοντυμένοι, στέκονται όρθιοι και μοναχικοί, ατενίζουν στο άπειρο. Τι περιμένουν;
Αλήθεια σας λέω, τους βλέπω κάθε φορά που περνάω, πότε έναν – έναν και πότε περισσότερους, να κάθονται απλά κάτω από την πιο κοσμική αψίδα της πόλης. Αυτή τη φορά σταμάτησα και προσπάθησα να μυρίσω κάτι στον αέρα. Όχι, δεν υπήρχε καμία οσμή που να μαρτυρά πως κάπου κοντά διανέμονταν δωρεάν φαγητό. Αφουγκράστικα προσεκτικά μα δε κατάφερα να εντοπίσω, κάποια συναυλία με ελεύθερη είσοδο εκεί κοντά. Επομένως σε καμία περίπτωση, δεν επρόκειτο για ένα τσούρμο τσαμπατζήδων.
Κάπως έτσι άρχισε να με γρονθοκοπεί ανελέητα ένα κοπάδι από αδιάκριτα ερωτηματικά: Μα καλά τι διάολο περιμένει τόσος κόσμος? Προφανώς κάποιο ραντεβού θα μου πείτε, αλλά εδώ θα συναντήσετε την κυριότερη ένστασή μου. Το ραντεβού θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως μία προγραμματισμένη συνάντηση ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο μέρος, μια ακόμη πιο συγκεκριμένη ώρα. Γιατί λοιπόν όλα δείχνουν πως το πενήντα τα εκατό όσων κανονίζουν μία τέτοια συνάντηση, καταφθάνουν μονίμως αργοπορημένα; Ποιοι είναι αυτοί που αργούν μία φορά στο τόσο και ποιοι είναι οι «επαγγελματίες» του στησίματος; Και σε τελική ανάλυση τις πταίει; Φταις αγαπημένη μου Κωσταντίνα εσύ που αργείς μονίμως, φταίνε όλα τα στραβά κι ανάποδα αυτού του κόσμου που σου συμβαίνουν διαρκώς, ή μήπως έχουνε και οι φίλοι σου, που κάθονται ωσάν άμοιρα ζώα και σε περιμένουν, ένα μερίδιο της ευθύνης;
Οι επαγγελματίες:
Τρέχοντας λαχανιασμένη μέσα στο δωμάτιο, η Κωσταντίνα σκοντάφτει πάνω σε δύο τετράδες μπλούζες (οι οποίες αποτυγχάνοντας στην ωντισιόν για τον ρόλο της απογευματινής της ενδυμασίας, έχουν πεταχτεί στο πάτωμα), και αποφεύγει τελευταία στιγμή την τούμπα βρίζοντας. Έχει αργήσει πάλι και το ξέρει. Βρίσκεται κάπου πολύ πολύ μακριά από το κέντρο, στο οποίο εχει ραντεβού στις εφτά. Φυσικά είναι ακόμη άβαφη, και το ρολόι στον τοίχο την κοιτάζει υπενθυμίζοντας πως είναι ήδη εφτά και τέταρτο. Με την μάσκαρα στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο, πληκτρολογεί ένα μήνυμα και προσπαθεί να σκεφτεί μία καλή δικαιολογία. Μα πως είναι δυνατόν να ξεκινάει κάθε φορά τις ετοιμασίες στην ώρα της, για να διαπιστώσει την τελευταία στιγμή ότι δεν έχει ρούχα;
Τα Θύματα:
Την ίδια ώρα ο Ηλίας κάνει ένα μικρό κύκλο γύρω από την Καμάρα για να ξεμουδιάσουνε λιγάκι τα πόδια του. Είναι πολυ αγχωτικός και έτσι του αρέσει να φτάνει τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν στο σημείο του ραντεβού, για να είναι πάντα βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα του.Τώρα δε μπορεί καν να υπολογίσει πόση ώρα στέκεται μόνος και όρθιος εκεί πέρα παρακολουθώντας κόσμο να συναντιέται και να ξεκινάει για κάποια καφετέρια μέσα σε ένα κλίμα χαράς και ευφορίας. Ο χαρακτηριστικά εκνευριστικός και εκνευριστικά χαρακτηρηστικός ήχος του κινητού του τον βγάζει από τις σκέψεις του. Διαβάζει το μήνυμα: Χίλα συγνώμη, έχει παρκάρει κάποιος πάνω στη στροφή και δε μπορει να στρίψει το λεωφορείο. Θα αργήσω λιγάκι. Κωσταντίνα». Ο Ηλίας χαμογελάει σκεφτόμενος ότι σε αυτό το κορίτσι συμβαίνουν πάντα τα πιο τρελλά πράγματα και, χαρούμενος πλέον αφου όλα δείχνουν ότι το στήσιμο ήταν απλώς θέμα κακοτυχίας, συνεχίζει να περιμενει...
...και αυτοί που αργούν μία φορά στο τόσο.
Εμ βρε Λιάκο, τα θέλει και σενα ο... οργανισμός σου συλλογίζομαι, και προσπαθώ μετά από τόσες σκέψεις να θυμηθώ τι δουλειά έχω εγώ στην Καμάρα, ενώ μία μουσική προερχόμενη από το υπερπέραν τραβάει την προσοχή μου. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα πρωτού συνειδητοποιήσω ότι πρόκειται για το νεοαποκτηθέν μου ringtone. Βγάζω με περιφάνια το καινούριο μου κινητό και κοιτάω παραξενεμένος την οθόνη. Τι να θέλει πάλι τέτοια ώρα η Ζωή;
«Έλα Ζωίτσα» λέω χαμογελαστός
«Δε μου λες ρε Γιώργο, μήπως έχεις ώρα;»
«Ναι είναι σχεδόν εφτά και μισή, αλλά νομίζω ότι έχεις μπερδέψει τον αριθμό μου με το 141 του ΟΤΕ...»
Και κάπου εδώ η Ζωούλα αρχίζει να ωρύεται...
«ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΡΕ ΚΑΘΑΡΜΑ; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΧΕΙΣ ΣΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΠΟ ΤΙΣ 7 ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ;»
Ήταν αρκετά μικροκαμωμένη, λεπτή με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1.60. Ειδικά τώρα, την ώρα του ύπνου, που ανάσαινε γαλήνια, έμοιαζε απροστάτευτή, μικροσκοπική. Και όμως ήταν το πιο δυναμικό άτομο που είχε γνωρίσει εδώ και καιρό. Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο πλάσμα να κρύβεται τέτοια δύναμη; Τόση ομορφιά; Τέτοια μαγεία; Δεν μπορούσε να καταλάβει και αυτό τον σαγήνευε. Πιο δυναμική από τους περισσότερους άνδρες, πιο ευαίσθητη από τους περισσότερους ανθρώπους. Ασύστολα ρομαντική και ταυτόχρονα επικίνδυνα ρεαλίστρια. Ωριμότητα πενηντάρας και αθωότητα πεντάχρονου κοριτσιού. Έτσι ήταν. Γεμάτη αντιφάσεις, μια γυναίκα με δεκάδες πρόσωπα, το καθένα με μία δική του ξεχωριστή ομορφιά. Κι αυτός, δίπλα της, κάθε μέρα αντιμέτωπος με ένα νέο μυστήριο, μέσα στο οποίο δε χόρταινε να μπαίνει, να χάνεται, να αφομοιώνεται, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά την αγάπη, που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος για έναν άλλο.
Έσκυψε πάνω από το πρόσωπό της και άρχισε να το γεμίζει με μικρά, απαλά φιλιά. Ένα στο μέτωπο, για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι της προκαλώντας τον να τα ανακαλύψει. Ένα στην κορυφή της μύτης για τον τρόπο με τον οποίο την σούφρωνε ανταποκρινόμενη στα πειράγματά του. Στα ζυγωματικά. Για το χρώμα που έπαιρναν όταν γέλαγε με την ψυχή της. Με ακόμη περισσότερη προσοχή και γλύκα από πριν φίλησε την μοναδική ρυτίδα που αχνοφαίνονταν, λίγο αριστερά από την άκρη των χειλιών της. Γιατί μαρτυρούσε τα δεκάδες στραβά, πονηρά χαμογελάκια που είχαν φωτίσει το πρόσωπό της. Το σαγόνι της το φίλησε για τον τρόπο με τον οποίο το κρέμαγε ,δήθεν ξαφνιασμένα, κάθε φορά που την πείραζε κάποιο από τα σχόλια του. Και κατέληξε σε ένα μικρό φιλί στα κλειστά της χείλη, γιατί σήμερα είχε αποκοιμηθεί πρώτη. Και του έλειψαν οι μελωδίες που έβγαιναν από αυτά τις βραδιές που τον νανούριζε στην αγκαλιά της.
Θυμήθηκε ένα παιχνίδι που έπαιζαν. Όταν ο ένας κοιμόταν, ο άλλος έσκυβε και του ψιθύριζε τα μυστικά του, στο αυτί. Για να τα μαθαίνει χωρίς να το ξέρει, έλεγαν. Δεν άκουσα τι της είπε, μα αυτή χαμογέλασε λιγάκι, του γύρισε την πλάτη και κόλλησε επάνω του. Κι εκείνος, ξέροντας πως μόλις είχε μπει στο όνειρό της, την αγκάλιασε κολλώντας ολόκληρο το κορμί του πάνω στο δικό της. Να την αισθάνεται όσο πιο κοντά του γίνεται. Πήρε στο χέρι του το χέρι που έγραφε τα ομορφότερα ποιήματα που είχε διαβάσει. Ποιήματα για εκείνον μόνο. Ακούμπησε το πρόσωπο του στο σβέρκο της και αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είχε στην αγκαλιά του εκατοντάδες λόγους να θέλει να ξυπνήσει την επόμενη μέρα.Θα ήθελα να ήμουν τυφλός. Να μην μπορώ να διακρίνω την κακία, την αδιαφορία, την λύπηση στα μάτια των ανθρώπων. Να μην με τρόμαζε η σκληρότητα μέσα σε ορισμένα βλέμματα. Να μην διέκρινα πίσω από ορισμένες ίριδες ωκεανούς. Να μην με ρούφαγε ο καθρέπτης του κενού, που κρύβεται μέσα σε ψυχές πανέμορφων ανθρώπων.
Θα ‘θελα να ‘μουν κουφός. Να μην ακούω τις κακίες τους. Δικανίες, λόγια χωρίς νόημα, κούφιες προτάσεις, ψεύτικοι όρκοι αιώνιας αγάπης. Με τρομοκρατούν συχνά οι λέξεις των ανθρώπων. Η γλώσσα τους, ένας όμορφος τρόπος να καμουφλάρουν τα ένστικτά τους, να τα περάσουν σαν ευγενή πνευματικά αγαθά. Σε αγαπώ (χρειάζομαι την ασφάλεια που μου προσφέρει η ύπαρξή σου), σε θέλω (έχω συσσωρευμένο σπέρμα, πρέπει να το φυτέψω), βοηθάω τους γύρω μου ανιδιοτελώς(η ματαιοδοξία μου απαιτεί να αισθανθώ χρήσιμος σε κάποιον. Δεν υπάρχω αλλιώς). Δεν θέλω πια να τους ακούω.
Θέλω να γίνω αναίσθητος. Να μην νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Να μην πονάω όταν με καις, να μην καίγομαι όταν με χαϊδεύεις. Να μην αισθάνομαι τα δάκρυα, όταν κυλούν στα μάγουλά μου. Δε θέλω πια να το μαθαίνω, όταν κλαίω.
Θέλω να πεθάνει η γλώσσα μου. Τα φιλιά σου είναι πολύ γλυκά για να τα χάσω. Ο καφές μου πολύ πικρός όταν τον πίνω μοναχός μου. Κι αυτά τα μικρά μαργαριτάρια που συνεχίζουν να κυλούν στο μάγουλό μου, αυτές οι ρημαδιασμένες σταγόνες που μου δροσίζουνε τα χείλη, είναι αλμυρές π’ ανάθεμά τες. Και μου θυμίζουν το κορμί σου όταν έβγαινες από τα νερά του Αιγαίου και στέγνωνες στην αγκαλιά μου. Μα εγώ…
Εγώ δε θέλω να θυμάμαι πια το χθες. Γιατί ανοίγοντας τα μάτια μου δεν είναι πια εκεί. Μα όταν τα ξανακλείνω νάτο πάλι. Με στοιχειώνει. Ούτε το αυρίο θέλω να ονειρεύομαι γιατί μου κλέβει στιγμές από το τώρα.
Μα είμαι εδώ και είμαι αρτιμελής. Και όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούν και ένας σωρός από αναμνήσεις φλερτάρει με τα αυριανά μου όνειρα. Και βλέπω και ακούω και μυρίζομαι και γεύομαι και ζω. Μα για πόσο ακόμη; Είμαι μία καλοκουρδισμένη μηχανή που φθείρεται μέρα με τη μέρα. Θα ατονήσουν οι αισθήσεις μου. Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου ή ξαφνικά κι απροειδοποίητα . Κι αύριο μπορεί να μην θυμάμαι πια. Όχι
Όχι, όχι, όχι! Φωνάξτε μου, βρίστε με, αγγίξτε με, κοιτάξτε με, αγαπήστε με, μισήστε με, μα κάντε το ΤΩΡΑ.
Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά.
Δεν θέλω να είναι αργά. Δεν θέλω…
Σηκώθηκε, περπάτησε αργά προς το ψυγείο, και άνοιξε ένα αναψυκτικό. Μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια πόλη που κοιμόταν, άρχισε να κατεβάζει αργές, μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Εδώ και πολύ καιρό είχε δεκάδες λόγους να βουρκώνει. Το ανθρακικό ήτανε απλά η αφορμή. Όταν χώριζαν οι γνωστοί του, του φαινόταν κάτι απλό, φυσιολογικό. Μα τώρα που είχε έρθει η σειρά του ζούσε μια τραγωδία. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και τον ακολουθεί ένα μεγάλο πένθος.
Το σπίτι έμοιαζε άδειο μα δεν ήταν. Ήταν στοιχειωμένο. Η παρουσία της ήταν διάχυτη παντού, τα πράγματά του ήταν και δικά της, φορτωμένα με αναμνήσεις, μιας χαμένης Εδέμ. Και τώρα κατοικούσε στο ίδιο μέρος, μα γύρω του είχε τύψεις, μελαγχολία, θλίψη και επιθυμίες που τον έκαιγαν σαν φωτιά. Εύχονταν να μπορούσε να ξεχάσει έτσι απλά, να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Η κόλαση δεν ήταν παρά το σύνολο των αναμνήσεων ενός απαγορευμένου, πλέον, παραδείσου, και το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν υπήρχανε λωτοί της λησμονιάς, και ο έρωτας με έρωτα δεν πέρναγε. Και ο χρόνος χωρίς έρωτα δεν κύλαγε. Και οι σελίδες δεν γέμιζαν γιατί τα μάτια της δεν θα τις διάβαζαν πια. Ήτανε στραμμένα σε κάποιον άλλον.
Τέρμα η προσπάθεια για σήμερα. Το άδειο κουτάκι βρήκε τη θέση του σε ένα σωρό από όμοια του, πεταμένα σε μία γωνιά για να του θυμίζουν πόσες νύχτες είχε αποτύχει να ξεχάσει. Έπεσε βαρύς πάνω στο κρεβάτι, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται στο μισό. Κούρνιαζε τώρα στην δική της πλευρά, ενώ η δικιά του έμενε άδεια, κρύα. Μερικές φορές προσπαθούσε να την φέρει πίσω, να πείσει τον εαυτό του ότι μπορούσε ακόμη να μυρίσει το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι. Άλλες πάλι προσποιούταν ότι ήταν εκείνη που είχε μείνει πίσω. Ότι ήταν αυτός που την είχε παρατήσει. Ανόητα, μάταια τεχνάσματα, ακριβώς σαν την παράλογη αγάπη που πενθούσε εδώ και τόσο καιρό.
Η άρμη των δακρύων, ενώθηκε με την γλυκιά γεύση που είχε αφήσει πίσω του το αναψυκτικό και σε λίγο παραδόθηκε ολόκληρος στην δίνη των ονείρων. Αύριο θα ξεκίναγε μία νέα μέρα. Θα ήτανε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μα το μισό κρεβάτι θα ήταν ακόμα άδειο, και τα κουτάκια θα ήταν ακόμη στη γωνιά. Το σπίτι θα ήτανε ακόμη στοιχειωμένο. Και η σελίδα θα παρέμενε κενή…
Το καυτό αεράκι χτύπαγε το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν με ορμή. Άνοιξε τα χέρια του, να το αισθανθεί σε όλο του το κορμί. Έκλεισε τα μάτια του και την έφερε ξανά στο μυαλό του. Τα μεγάλα λαμπερά, εκφραστικά της μάτια, το πονηρό της βλέμμα, κι έπειτα τα χείλη της, τα χέρια της, τον τρόπο που μίλαγε και τον τρόπο που περπάταγε. Μα πιο έντονα από όλα θυμότανε τον τρόπο που γέλαγε. Σκέφτηκε τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, τις μέρες που σταμάταγαν να γελάνε μόνο για να ανταλλάξουν λόγια αγάπης. Τα φιλία τους. Άλλοτε σοβαρά, άλλοτε παθιασμένα. Άλλοτε μικρά πειράγματα και τσιμπηματάκια των χειλιών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γέλαγαν ακόμη και την ώρα που φιλιόταν. Ένα διαρκές παιχνίδι γεμάτο αθωότητα. Αυτό θυμόταν από τις πρώτες τους μέρες.
Το αεράκι άρχισε να δυναμώνει. Σκέφτηκε τους γονείς του. Τον τρόπο που είχαν αντιδράσει όταν έβλεπαν πόσο χρόνο της αφιέρωνε. Τις ανησυχίες τους, τις μεγάλες τους προσδοκίες από εκείνον. Και τους τρόπους με τους οποίους τους είχε απογοητεύσει. Μα αναίσθητος δεν ήταν. Και δεν υπήρχε βαρύτερο φορτίο από τη γνώση ότι οι άνθρωποι που τον αγαπούν είχαν πληγωθεί εξ αιτίας του. Δεν είχε τη δύναμη τότε να διορθώσει τα πράγματα και έτσι τους είχε εγκαταλείψει. Και χωρίς καν να το καταλάβει φόρτωσε το σφάλμα σ’ εκείνη. Οι απαιτήσεις που είχε, άρχισαν να αυξάνονται σε βαθμό παράλογο. Μαζί τους και η ζήλια.
Ο άνεμος τώρα ήταν ακόμη ισχυρότερος και είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Το πρόσωπό του πόναγε. Τα κλειστά του βλέφαρα έμοιαζαν αδύναμα να κρύψουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι πρώτοι τους καυγάδες, ο τρόπος με τον οποίον δεν σταματούσαν πλέον να πληγώνουν ο ένας τον άλλο, ήρθαν στην επιφάνεια. Τα γέλια είχαν δώσει τη θέση τους σε λυγμούς. Τα φιλία τους και οι αγκαλιές ήταν το τελευταίο καταφύγιο που είχε βρει η αγάπη τους. Μα κι αυτά δεν θα άντεχαν πολύ. Άρχισαν να γίνονται άδεια, απλές σαρκικές χειρονομίες. Προτού το καταλάβουν καν, η βαθιά ουσία του αγγίγματος είχε χαθεί. «Δεν αντέχω άλλο. Πνίγομαι.» του έλεγε. Μα ήταν πολύ αφοσιωμένος στη ζήλια του, για να την ακούσει.
Θύελλα άρχισε να σαρώνει το κορμί του. Έτρεμε. Ο αέρας παραμόρφωνε το πρόσωπό του όπως λίγα χρόνια πριν το είχε παραμορφώσει ο πόνος. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ, δεν θέλω να σε ξανακούσω. Αντίο». Οι τελευταίες λέξεις που του χε χαρίσει δεν έπαυαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του. Μετά από αυτές θυμόταν μόνο πόνο. Τόσο οδυνηρό, τόσο μεγάλο σε διάρκεια που είχε σχεδόν ξεχάσει πως είναι να μην πονάς. Να χαίρεσαι, να απολαμβάνεις.
Μα τώρα το θυμήθηκε ξανά. Περνώντας το κορμί του ο αέρας τα έπαιρνε όλα μακριά. Δεν τον ένοιαζε αν τον σκέφτονταν. Που να βρίσκεται; Ζει; Πέθανε; Παντρεύτηκε; Δεν είχε καμία σημασία πια. Ο πόνος είχε περάσει. Πρώτη φορά στη ζωή του αισθανότανε την λύτρωση. Πρώτη φορά τον κυρίευε αυτή η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Μόνος του παρέα με τον άνεμο, χωρίς τύψεις για το χθες, χωρίς προσδοκίες απ’ το αύριο. Ελεύθερος.